ἀναχέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναχέω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
χέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡσ δὲ ἧκον ἵναπερ ἀναχεῖται ἐσ εὖροσ ὁ ποταμόσ, ὡσ καὶ διακοσίουσ ταύτῃ σταδίουσ ἐπέχειν ᾗπερ εὐρύτατοσ αὐτὸσ αὑτοῦ ἦν, τό τε πνεῦμα κατῄει μέγα ἀπὸ τῆσ ἔξω θαλάσσησ καὶ αἱ κῶπαι ἐν κλύδωνι χαλεπῶσ ἀνεφέροντο, ξυμφεύγουσιν αὖ ἐσ διώρυχα, ἐσ ἥντινα οἱ ἡγεμόνεσ αὐτῷ καθηγήσαντο. (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 18 5:3)
- πόθοσ γὰρ εἶχεν αὐτὸν καὶ ταύτην ἐκμαθεῖν τὴν θάλασσαν τὴν Κασπίαν τε καὶ Ὑρκανίαν καλουμένην ποίᾳ τινὶ ξυμβάλλει θαλάσσῃ, πότερα τῇ τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου ἢ ἀπὸ τῆσ ἑῴασ τῆσ κατ̓ Ἰνδοὺσ ἐκπεριερχομένη ἡ μεγάλη θάλασσα ἀναχεῖται εἰσ κόλπον τὸν Ὑρκάνιον, καθάπερ οὖν καὶ τὸν Περσικὸν ἐξεῦρε, τὴν Ἐρυθρὰν δὴ καλουμένην θάλασσαν, κόλπον οὖσαν τῆσ μεγάλησ θαλάσσησ. (Arrian, Anabasis, book 7, chapter 16 2:1)
- τὸ δὲ νότιον τὸ μὲν ταῖσ Ἄλπεσι τὸ ἀπὸ τοῦ Ῥήνου, τὸ δ’ αὐτῇ τῇ καθ’ ἡμᾶσ θαλάττῃ, καθ’ ὃ χωρίον ὁ καλούμενοσ Γαλατικὸσ κόλποσ ἀναχεῖται, καὶ ἐν αὐτῷ Μασσαλία τε καὶ Νάρβων ἵδρυνται πόλεισ ἐπιφανέσταται. (Strabo, Geography, book 2, chapter 5 56:4)
- καὶ ὁ Ῥῆνοσ δὲ εἰσ ἕλη μεγάλα καὶ λίμνην ἀναχεῖται μεγάλην, ἧσ ἐφάπτονται καὶ Ῥαιτοὶ καὶ Ουἰνδολικοὶ τῶν Ἀλπείων τινὲσ καὶ τῶν ὑπεραλπείων. (Strabo, Geography, book 4, chapter 3 6:3)
- αὕτη δ’ ἐκ τοῦ Σικελικοῦ πελάγουσ προσπεσοῦσα τῇ μὲν ἀναχεῖται πρὸσ τὸν Κορινθιακὸν κόλπον, τῇ δ’ ἀποτελεῖ χερρόνησον μεγάλην τὴν Πελοπόννησον, ἰσθμῷ στενῷ κλειομένην. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 1 5:5)
Derived
- ἀμφιχέω (to pour around, to pour or spread over, to be poured or shed around)
- διαχέω (to pour different ways, to disperse, to cut up)
- ἐγκαταχέω (to pour in besides)
- ἐγχέω (to pour in, to pour in wine, to fill the cup)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐκπροχέω (to pour forth)
- ἐκχέω (I pour out, I spill, I utter )
- ἐπιπροχέω (to pour forth)
- ἐπιχέω (to pour water over, to pour or shed over, to pour or throw)
- καταχέω (I pour down, on, in)
- παραχέω (to pour in beside, pour in, to heap up on the side)
- παρεκχέω (to pour out by degrees, to overflow)
- περιχέω (to pour round or over, having spread, round)
- προσχέω (to pour to or on)
- προχέω (to pour forth or forward, pouring over)
- συγχέω (to pour together, commingle, confound)
- συνεκχέω (to pour out together)
- ὑποχέω (to pour, placed under, to pour out;)
- χέω ( I pour, I shed , I smelt)