헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναβοάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναβοάω

형태분석: ἀνα (접두사) + βοά (어간) + ω (인칭어미)

어원: The form a)naboa/sw is aor1, not future.

  1. 외치다, 소리치다, 고함치다
  2. 부르다
  1. to shout aloud, utter a loud cry, a war-cry, to call out
  2. to cry out, to wail aloud over
  3. to call on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβόω

ἀναβόᾳς

ἀναβόᾳ

쌍수 ἀναβόᾱτον

ἀναβόᾱτον

복수 ἀναβόωμεν

ἀναβόᾱτε

ἀναβόωσιν*

접속법단수 ἀναβόω

ἀναβόῃς

ἀναβόῃ

쌍수 ἀναβόητον

ἀναβόητον

복수 ἀναβόωμεν

ἀναβόητε

ἀναβόωσιν*

기원법단수 ἀναβόῳμι

ἀναβόῳς

ἀναβόῳ

쌍수 ἀναβόῳτον

ἀναβοῷτην

복수 ἀναβόῳμεν

ἀναβόῳτε

ἀναβόῳεν

명령법단수 ἀναβο͂ᾱ

ἀναβοᾶτω

쌍수 ἀναβόᾱτον

ἀναβοᾶτων

복수 ἀναβόᾱτε

ἀναβοῶντων, ἀναβοᾶτωσαν

부정사 ἀναβόᾱν

분사 남성여성중성
ἀναβοων

ἀναβοωντος

ἀναβοωσα

ἀναβοωσης

ἀναβοων

ἀναβοωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβόωμαι

ἀναβόᾳ

ἀναβόᾱται

쌍수 ἀναβόᾱσθον

ἀναβόᾱσθον

복수 ἀναβοῶμεθα

ἀναβόᾱσθε

ἀναβόωνται

접속법단수 ἀναβόωμαι

ἀναβόῃ

ἀναβόηται

쌍수 ἀναβόησθον

ἀναβόησθον

복수 ἀναβοώμεθα

ἀναβόησθε

ἀναβόωνται

기원법단수 ἀναβοῷμην

ἀναβόῳο

ἀναβόῳτο

쌍수 ἀναβόῳσθον

ἀναβοῷσθην

복수 ἀναβοῷμεθα

ἀναβόῳσθε

ἀναβόῳντο

명령법단수 ἀναβόω

ἀναβοᾶσθω

쌍수 ἀναβόᾱσθον

ἀναβοᾶσθων

복수 ἀναβόᾱσθε

ἀναβοᾶσθων, ἀναβοᾶσθωσαν

부정사 ἀναβόᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἀναβοωμενος

ἀναβοωμενου

ἀναβοωμενη

ἀναβοωμενης

ἀναβοωμενον

ἀναβοωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shout aloud

  2. 외치다

  3. 부르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION