헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλιτήριος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀλιτήριος

형태분석: ἀλιτηρι (어간) + ος (어미)

어원: a)litai/nw

  1. 유죄의, 죄를 범한, 사악한
  1. sinning or offending against
  2. sinful, guilty

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀλιτήριος

(이)가

ἀλιτήριον

(것)가

속격 ἀλιτηρίου

(이)의

ἀλιτηρίου

(것)의

여격 ἀλιτηρίῳ

(이)에게

ἀλιτηρίῳ

(것)에게

대격 ἀλιτήριον

(이)를

ἀλιτήριον

(것)를

호격 ἀλιτήριε

(이)야

ἀλιτήριον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀλιτηρίω

(이)들이

ἀλιτηρίω

(것)들이

속/여 ἀλιτηρίοιν

(이)들의

ἀλιτηρίοιν

(것)들의

복수주격 ἀλιτήριοι

(이)들이

ἀλιτήρια

(것)들이

속격 ἀλιτηρίων

(이)들의

ἀλιτηρίων

(것)들의

여격 ἀλιτηρίοις

(이)들에게

ἀλιτηρίοις

(것)들에게

대격 ἀλιτηρίους

(이)들을

ἀλιτήρια

(것)들을

호격 ἀλιτήριοι

(이)들아

ἀλιτήρια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ βασιλεὺσ τῶν βασιλέων ἐξήγειρε τὸν θυμὸν τοῦ Ἀντιόχου ἐπὶ τὸν ἀλιτήριον, καὶ Λυσίου ὑποδείξαντοσ τοῦτον αἴτιον εἶναι πάντων τῶν κακῶν, προσέταξεν, ὡσ ἔθοσ ἐστὶν ἐν τῷ τόπῳ, προσαπολέσαι ἀγαγόντασ αὐτὸν εἰσ Βέροιαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 13:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 13:4)

  • τί δ’ ἄλλο, ὦ Κλωθοῖ, ἢ τουτονὶ τὸν ἀλιτήριον ἀποδράντα μεταδιώκων ὀλίγου δεῖν λιπόνεωσ ὑμῖν τήμερον ἐγενόμην; (Lucian, Cataplus, (no name) 3:9)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 3:9)

  • διόπερ, ὦ Ἀθηναῖοι, δεῖ ταῦθ’ ὑμᾶσ ὁρῶντασ καὶ λογιζομένουσ μὴ μὰ Δία τὸν πλείω χρόνον τῆσ Δημοσθένουσ δωροδοκίασ καὶ ἀτυχίασ κοινωνεῖν, μηδ’ ἐν τούτῳ τὰσ ἐλπίδασ τῆσ σωτηρίασ ἔχειν, μηδ’ οἰέσθαι ἀπορήσειν ἀνδρῶν ἀγαθῶν καὶ συμβούλων σπουδαίων, ἀλλὰ τὴν τῶν προγόνων λαβόντασ ὀργὴν τὸν ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπτην εἰλημμένον καὶ προδότην, τὸν οὐκ ἀπεχόμενον τῶν εἰσ τὴν πόλιν ἀφικνουμένων χρημάτων, τὸν εἰσ τὰσ δεινοτάτασ ἀτυχίασ ἐμβεβληκότα τὴν πόλιν, τὸν τῆσ Ἑλλάδοσ ἀλιτήριον ἀποκτείναντασ ἐξόριστον ἐκ τῆσ πόλεωσ ποιῆσαι, καὶ μεταβαλέσθαι τὴν τῆσ πόλεωσ τύχην ἐᾶσαι, καὶ προσδοκῆσαι τούτων γενομένων βέλτιον πράξειν. (Dinarchus, Speeches, 92:1)

    (디나르코스, 연설, 92:1)

  • εἶτ’ ἄνθρωποι ταῦτα ἀκούοντεσ ἀνέχεσθε καὶ οὐ καταλεύσετε τὸν ἀλιτήριον; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 36:10)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 36:10)

  • προσεπίβαλλε καὶ τῶν ὀστράκων παῖε τοῖσ ξύλοισ τὸν ἀλιτήριον ὁρ́α μὴ διαφύγῃ· (Lucian, Piscator, (no name) 1:3)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 1:3)

유의어

  1. sinning or offending against

  2. 유죄의

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION