ἀκολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀκολουθέω
ἀκολουθήσω
Structure:
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow, go after, go with
- (figuratively), to follow one in a thing, let oneself be led by
- to follow the thread of a discourse
- (of things) to follow, be consequent on
- (absolute) it follows
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὑπισχνοῦμαι δή σοι τὴν Ἑλένην παραδώσειν γυναῖκα, καὶ ἀκολουθήσειν γέ σοι αὐτὴν καὶ ἀφίξεσθαι παρ’ ὑμᾶσ εἰσ τὴν Ἴλιον· (Lucian, Dearum judicium, (no name) 16:8)
- καταλαβόντεσ δὲ συνεσταλμένον καὶ περικεκομμένον τῆσ δυνάμεωσ Ἀλέξανδρον ἠνάγκασαν Θεσσαλοῖσ μὲν ἀποδοῦναι τὰσ πόλεισ ἃσ εἶχεν αὐτῶν, Μάγνητασ δὲ καὶ Φθιώτασ Ἀχαιοὺσ ἀφεῖναι καὶ τὰσ φρουρὰσ ἐξαγαγεῖν, ὀμόσαι δὲ αὐτὸν ἐφ’ οὓσ ἂν ἡγῶνται Θηβαῖοι καὶ κελεύσωσιν ἀκολουθήσειν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 35 2:1)
- ἀλλ’ ὅ γ’ Ἀσκληπιάδησ οὐ δυοῖν θάτερόν φησιν, ἀλλὰ τριῶν ἕν τι χρῆναι λέγειν ἐπὶ τοῖσ κενουμένοισ ἀγγείοισ ἕπεσθαι ἢ κενὸν ἀθρόωσ τόπον ἢ τὸ συνεχὲσ ἀκολουθήσειν ἢ συσταλήσεσθαι τὸ ἀγγεῖον. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 16)
- ἐπεὶ δὲ κωλύσειν αὐτὸν ἔλεγον οἱ δήμαρχοι στρατοῦ ποιεῖσθαι καταγραφήν, συναγαγὼν τὸ πλῆθοσ εἰσ ἐκκλησίαν εἶπεν, ὅτι πάντεσ ὀμωμόκασι τὸν στρατιωτικὸν ὁρ́κον, ἀκολουθήσειν τοῖσ ὑπάτοισ ἐφ’ οὓσ ἂν καλῶνται πολέμουσ, καὶ μήτε ἀπολείψειν τὰ σημεῖα μήτε ἄλλο πράξειν μηθὲν ἐναντίον τῷ νόμῳ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 18 2:1)
- ἡ δ’ ἀφανὴσ καὶ μᾶλλον αὐτοὺσ ἀναγκάζουσα διαλύεσθαι τὴν φιλίαν ἡ τῶν Σαυνιτῶν ἰσχὺσ πολλή τ’ ἤδη γεγονυῖα καὶ ἔτι πλείων γενήσεσθαι νομιζομένη, εἰ Λευκανῶν τε χειρωθέντων καὶ δι’ αὐτοὺσ τῶν προσοίκων ἀκολουθήσειν ἔμελλε τά βαρβαρικὰ ἔθνη τὰ προσεχῆ τούτοισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 17-18, chapter 3 3:1)
Synonyms
-
to follow
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- μέτειμι (to go after or behind, follow)
- ἕπω (to follow, after or in company with)
- ἐφέπω (to go after, follow, pursue)
- μετακιάθω (to follow after, to chase)
- κατακολουθέω (to follow after, obey)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- ἐφέπω (to follow)
- μεταδιώκω (to follow closely after, pursue)
- μεθέπω (to follow with the eyes, to seek after)
- προκαλέω (at or after)
- συνεφέπομαι (to follow together, with)
- ἕπω (to follow upon)
-
to follow
-
it follows