- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἴλουρος?

2군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: ailouros 고전 발음: [루:로] 신약 발음: [앨루로]

기본형: αἴλουρος αἰλούρου

형태분석: αἰλουρ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 고양이
  2. 족제비
  1. cat(Felis domesticus)
  2. weasel

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αἴλουρος

고양이가

αἰλούρω

고양이들이

αἴλουροι

고양이들이

속격 αἰλούρου

고양이의

αἰλούροιν

고양이들의

αἰλούρων

고양이들의

여격 αἰλούρῳ

고양이에게

αἰλούροιν

고양이들에게

αἰλούροις

고양이들에게

대격 αἴλουρον

고양이를

αἰλούρω

고양이들을

αἰλούρους

고양이들을

호격 αἴλουρε

고양이야

αἰλούρω

고양이들아

αἴλουροι

고양이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀκεῖ γὰρ αὐτὸς μὲν ὁ νεὼς κάλλιστός τε καὶ μέγιστος, λίθοις τοῖς πολυτελέσιν ἠσκημένος καὶ χρυσῷ καὶ γραφαῖς διηνθισμένος, ἔνδον δὲ ἢν ζητῇς τὸν θεόν, ἢ πίθηκός ἐστιν ἢ ἶβις ἢ τράγος ἢ αἴλουρος. (Lucian, Imagines, (no name) 11:10)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 11:10)

  • οἱο῀ν εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου, ἆρά σοι δοκεῖ ὁ τοιοῦτος ἐπαινεῖν εἰδέναι· (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 19:3)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 19:3)

  • ὁ βοῦς θεός, Πηλουσιώταις δὲ κρόμμυον, καὶ ἄλλοις ἶβις ἢ κροκόδειλος καὶ ἄλλοις κυνοκέφαλος ἢ αἴλουρος ἢ πίθηκος: (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 42:5)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 42:5)

  • ὅπου καὶ κύνας χαλεποὺς καὶ ἵππους, πολλοὶ δὲ λύγκας, αἰλούρους, πιθήκους, λέοντας τρέφοντες καὶ ἀγαπῶντες, ἀδελφῶν οὐχ ὑπομένουσιν ὀργὰς ἢ ἀγνοίας ἢ φιλοτιμίας, ἕτεροι δὲ παλλακίσι καὶ πόρναις οἰκίας καὶ ἀγροὺς καταγράφοντες ὑπὲρ οἰκοπέδου καὶ γωνίας πρὸς ἀδελφοὺς διαμονομαχοῦσιν, εἶτα τῷ μισαδέλφῳ μισοπονηρίαν ὄνομα θέμενοι περινοστοῦσιν ἐν τοῖς ἀδελφοῖς τὴν κακίαν προβαλλόμενοι καὶ λοιδοροῦντες, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις μὴ δυσχεραίνοντες ἀλλὰ χρώμενοι πολλῇ καὶ συνόντες. (Plutarch, De fraterno amore, section 8 4:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 8 4:1)

  • πολλοὶ δὲ καὶ λύγκας αἰλούρους πιθήκους λέοντας τρέφοντες καὶ ἀγαπῶντες, ἀδελφῶν οὐχ ὑπομένουσιν ὀργὰς ἢ ἀγνοίας ἢ φιλοτιμίας· (Plutarch, De fraterno amore, section 8 9:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 8 9:2)

  • σὴν κεφαλὴν αἴλουρος ἀπέθρισε, τἄλλα δὲ πάντα ἡρ´πασα, καὶ φθονερὴν οὐκ ἐκόρεσσε γένυν. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 204 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 204 1:1)

  • οἰκογενὴς αἴλουρος ἐμὴν πέρδικα φαγοῦσα ζώειν ἡμετέροις ἔλπεται ἐν μεγάροις· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2051)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2051)

  • καὶ τῶν ὀρνέων ἶβις καὶ ἱέραξ ὁ Αἰγύπτιος, ἥμερος παρὰ τοὺς ἄλλοθι, ὡς καὶ ἡ αἴλουρος: (Strabo, Geography, book 17, chapter 2 7:11)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 2 7:11)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION