- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγένειος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: ageneios 고전 발음: [아게네] 신약 발음: [아개니오]

기본형: ἀγένειος ἀγένειη ἀγένειον

형태분석: ἀγενει (어간) + ος (어미)

어원: γένειον

  1. beardless, like a boy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγένειος

(이)가

ἀγένεία

(이)가

ἀγένειον

(것)가

속격 ἀγενείου

(이)의

ἀγένείας

(이)의

ἀγενείου

(것)의

여격 ἀγενείῳ

(이)에게

ἀγένείᾳ

(이)에게

ἀγενείῳ

(것)에게

대격 ἀγένειον

(이)를

ἀγένείαν

(이)를

ἀγένειον

(것)를

호격 ἀγένειε

(이)야

ἀγένεία

(이)야

ἀγένειον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀγενείω

(이)들이

ἀγένεία

(이)들이

ἀγενείω

(것)들이

속/여 ἀγενείοιν

(이)들의

ἀγένείαιν

(이)들의

ἀγενείοιν

(것)들의

복수주격 ἀγένειοι

(이)들이

ἀγένειαι

(이)들이

ἀγένεια

(것)들이

속격 ἀγενείων

(이)들의

ἀγένειῶν

(이)들의

ἀγενείων

(것)들의

여격 ἀγενείοις

(이)들에게

ἀγένείαις

(이)들에게

ἀγενείοις

(것)들에게

대격 ἀγενείους

(이)들을

ἀγένείας

(이)들을

ἀγένεια

(것)들을

호격 ἀγένειοι

(이)들아

ἀγένειαι

(이)들아

ἀγένεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὖν ὁ ἐπὶ κάλλει μέγα φρονῶν, ἔτι ἀγένειος αὐτὸς ὢν σὸς πατὴρ κεκλήσομαι καὶ γέλωτα ὀφλήσω παρὰ πᾶσιν ἐπὶ τῇ εὐπαιδίᾳ· (Lucian, Dialogi deorum, 5:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 5:1)

  • ἀλλὰ καλὸς καὶ ἀγένειος, καὶ φησὶν ἐραν καὶ δακρύει καὶ Δεινομάχης καὶ Λάχητος υἱός ἐστι τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ φησὶν ἡμᾶς γαμήσειν καὶ μεγάλας ἐλπίδας ἔχομεν παῤ αὐτοῦ, ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύσῃ. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:1)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:1)

  • καὶ πρῴην μὲν ὅτε ὁ γεωργὸς ὁ Ἀχαρνεὺς ἧκε δύο μνᾶς κομίζων, ἀγένειος καὶ αὐτός - οἴνου δὲ τιμὴν ἀπειλήφει τοῦ πατρὸς πέμψαντος - σὺ δὲ ἐκεῖνον μὲν ἀπεμύκτισας, καθεύδεις δὲ μετὰ τοῦ Ἀδώνιδος Χαιρέου. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:5)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:5)

  • ὥστε μὴ μειρακιεῦου πρὸς ἡμᾶς, ἀλλὰ λέγε θαρρῶν ἤδη τὰ δοκοῦντα, μηδὲν αἰδεσθεὶς εἰ ἀγένειος ὢν δημηγορήσεις, καὶ ταῦτα βαθυπώγωνα καὶ εὐγένειον οὕτως υἱὸν ἔχων τὸν Ἀσκληπιόν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 26:4)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 26:4)

  • οὐδ ἀγοράσει γ ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ. (Aristotle, Episode 2:2)

    (아리스토텔레스, Episode 2:2)

유의어

  1. beardless

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION