헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγένειος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγένειος ἀγένειη ἀγένειον

형태분석: ἀγενει (어간) + ος (어미)

어원: ge/neion

  1. beardless, like a boy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀγένειος

(이)가

ἀγένείᾱ

(이)가

ἀγένειον

(것)가

속격 ἀγενείου

(이)의

ἀγένείᾱς

(이)의

ἀγενείου

(것)의

여격 ἀγενείῳ

(이)에게

ἀγένείᾱͅ

(이)에게

ἀγενείῳ

(것)에게

대격 ἀγένειον

(이)를

ἀγένείᾱν

(이)를

ἀγένειον

(것)를

호격 ἀγένειε

(이)야

ἀγένείᾱ

(이)야

ἀγένειον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀγενείω

(이)들이

ἀγένείᾱ

(이)들이

ἀγενείω

(것)들이

속/여 ἀγενείοιν

(이)들의

ἀγένείαιν

(이)들의

ἀγενείοιν

(것)들의

복수주격 ἀγένειοι

(이)들이

ἀγέ́νειαι

(이)들이

ἀγένεια

(것)들이

속격 ἀγενείων

(이)들의

ἀγένειῶν

(이)들의

ἀγενείων

(것)들의

여격 ἀγενείοις

(이)들에게

ἀγένείαις

(이)들에게

ἀγενείοις

(것)들에게

대격 ἀγενείους

(이)들을

ἀγένείᾱς

(이)들을

ἀγένεια

(것)들을

호격 ἀγένειοι

(이)들아

ἀγέ́νειαι

(이)들아

ἀγένεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ’ ἁρ́ματοσ ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων, ἀγένειον ἀκριβῶσ, οὐδ’ ἐπ’ ὀλίγον τὴν παρειὰν χνοῶντα, κερασφόρον, βοτρύοισ ἐστεφανωμένον, μίτρᾳ τὴν κόμην ἀναδεδεμένον, ἐν πορφυρίδι καὶ χρυσῇ ἐμβάδι· (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἤγγελτο πυρπολῶν ὁ θεὸσ ἤδη τὴν χώραν καὶ πόλεισ αὐτάνδρουσ καταφλέγων καὶ ἀνάπτων τὰσ ὕλασ καὶ ἐν βραχεῖ πᾶσαν τὴν Ἰνδικὴν φλογὸσ ἐμπεπληκώσ ‐ ὅπλον γάρ τι Διονυσιακὸν τὸ πῦρ, πατρῷον αὐτῷ κἀκ τοῦ κεραυνοῦ ‐ ἐνταῦθα ἤδη σπουδῇ ἀνελάμβανον τὰ ὅπλα καὶ τοὺσ ἐλέφαντασ ἐπισάξαντεσ καὶ ἐγχαλινώσαντεσ καὶ τοὺσ πύργουσ ἀναθέμενοι ἐπ’ αὐτοὺσ ἀντεπεξῄεσαν, καταφρονοῦντεσ μὲν καὶ τότε, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμωσ καὶ συντρῖψαι σπεύδοντεσ αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην. (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

  • ἐπεὶ δὲ καὶ εἰσ τὸ ἀγένειον μάλιστα ἐσκώφθη, χαριέντωσ τοῦτο, ὡσ γοῦν ᾤετο, προσέρριψεν· (Lucian, Eunuchus, (no name) 9:3)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 9:3)

  • Ἀλλὰ ἡ Δάφνη κἀκεῖνον ἔφευγε καίτοι κομήτην καὶ ἀγένειον ὄντα. (Lucian, Dialogi deorum, 3:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:4)

  • ἀγένειον τοῦτο ὡσ ἀληθῶσ εἴρηκασ, ἔτι παιδαγωγοῦ τινοσ δεόμενον, συνήγορον ἐν συνουσίᾳ φιλοσόφων παραστήσασθαι ἑρμηνεύσοντα πρὸσ τοὺσ παρόντασ ἅπερ ἂν δοκῇ Τιμοκλεῖ, καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ αὑτοῦ λέγειν, τὸν δὲ ὑποκριτῇ προσχρώμενον ἰδίᾳ πρὸσ τὸ οὖσ ἐκείνῳ ὑποβάλλειν τὰ δοκοῦντα, τὸν ὑποκριτὴν δὲ ῥητορεύειν, οὐδ’ αὐτὸν ἴσωσ συνιέντα ὅ τι ἀκούσειε. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 29:3)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 29:3)

  • τὸ δ̓ οὐκ ἦν, ὦ Πυθιάσ, ἀλλ̓ ἐφαψάμενοσ εὑρ͂ον ἀγένειόν τινα πάνυ ἁπαλόν, ἐν χρῷ κεκαρμένον, μύρων καὶ αὐτὸν ἀποπνέοντα. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 4:4)

유의어

  1. beardless

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION