헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Περσίς

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Περσίς Περσίδος

형태분석: Περσιδ (어간) + ς (어미)

어원: Persiko/s의 여성형

  1. a female Persian

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰσ δὲ ἄλλασ αἰχμαλώτουσ ὁρῶν ὁ Ἀλέξανδροσ κάλλει καὶ μεγέθει διαφερούσασ ἔλεγε παίζων ὡσ εἰσὶν ἀλγηδόνεσ ὀμμάτων αἱ Περσίδεσ, ἀντεπιδεικνύμενοσ δὲ πρὸσ τὴν ἰδέαν τὴν ἐκείνων τὸ τῆσ ἰδίασ ἐγκρατείασ καὶ σωφροσύνησ κάλλοσ, ὥσπερ ἀψύχουσ εἰκόνασ ἀγαλμάτων παρέπεμψεν. (Plutarch, Alexander, chapter 21 5:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 21 5:1)

  • Περσίδεσ δ’ ἁβροπενθεῖσ ἑκά‐ στα πόθῳ φιλάνορι τὸν αἰχμάεντα θοῦρον εὐνα‐ τῆρ’ ἀποπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ. (Aeschylus, Persians, choral, antistrophe 62)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, antistrophe 62)

  • αἱ δ’ ἁβρόγοοι Περσίδεσ ἀνδρῶν ποθέουσαι ἰδεῖν ἀρτιζυγίαν, λέκτρων εὐνὰσ ἁβροχίτωνασ, χλιδανῆσ ἥβησ τέρψιν, ἀφεῖσαι, πενθοῦσι γόοισ ἀκορεστοτάτοισ. (Aeschylus, Persians, episode, anapests3)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode, anapests3)

유의어

  1. a female Persian

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION