헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Ἕλλην

3군 변화 명사; 남성 고유 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Ἕλλην Ἕλληνος

형태분석: Ἑλλην (어간)

  1. 그리스인, 그리스 사람
  2. 그리스 문화를 향유하는 사람
  3. (기독교 문학에서) 비유대인
  4. 이교도
  1. Greek, one who is from Greece or speaks Greek.
  2. one who participates in Greek culture.
  3. often used in Jewish and Christian literature as referring to any non-Jew: gentile
  4. pagan

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 Ἕλλην

그리스인이

Έ̔λληνε

그리스인들이

Έ̔λληνες

그리스인들이

속격 Έ̔λληνος

그리스인의

Ἑλλήνοιν

그리스인들의

Ἑλλήνων

그리스인들의

여격 Έ̔λληνι

그리스인에게

Ἑλλήνοιν

그리스인들에게

Έ̔λλησιν*

그리스인들에게

대격 Έ̔λληνα

그리스인을

Έ̔λληνε

그리스인들을

Έ̔λληνας

그리스인들을

호격 Έ̔λλην

그리스인아

Έ̔λληνε

그리스인들아

Έ̔λληνες

그리스인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συναθροίσασ περὶ τὰσ ὀκτὼ μυριάδασ καὶ τὴν ἵππον πᾶσαν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺσ Ἰουδαίουσ λογιζόμενοσ τὴν μὲν πόλιν Ἕλλησιν οἰκητήριον ποιήσειν, (Septuagint, Liber Maccabees II 11:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 11:2)

  • τοιγάρτοι πολλαὶ μὲν ἱστορίαι σπουδῆσ ἄξιαι γράφονται τοῖσ νῦν, πολλοὶ δὲ λόγοι πολιτικοὶ χαρίεντεσ ἐκφέρονται φιλόσοφοί τε συντάξεισ οὐ μὰ Δία εὐκαταφρόνητοι ἄλλαι τε πολλαὶ καὶ καλαὶ πραγματεῖαι καὶ Ῥωμαίοισ καὶ Ἕλλησιν εὖ μάλα διεσπουδασμέναι προεληλύθασί τε καὶ προελεύσονται κατὰ τὸ εἰκόσ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 3 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 3 1:1)

  • λέγουσιν δὲ Τειρεσίην ἄνδρα Βοιώτιον, τοῦ δὴ κλέοσ μαντοσύνησ πέρι πολλὸν ἀείρεται, τοῦτον τὸν Τειρεσίην ἐν Ἕλλησιν εἰπεῖν ὅτι τῶν πλανεομένων ἀστέρων οἱ μὲν θήλεεσ οἱ δὲ ἄρρενεσ ἐόντεσ οὐκ ἴσα ἐκτελέουσιν τῷ καί μιν διφυέα γενέσθαι καὶ ἀμφίβιον Τειρεσίην μυθολογέουσιν, ἄλλοτε μὲν θῆλυν ἄλλοτε δὲ ἄρρενα. (Lucian, De astrologia, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 11:1)

  • Ἀτρέοσ ^ δὲ καὶ Θυέστεω περὶ τῇ πατρωίῃ βασιληίῃ φιλονεικεόντων ἤδη τοῖσιν Ἕλλησιν ἀναφανδὸν ἀστρολογίησ τε καὶ σοφίησ τῆσ οὐρανίησ μάλιστ’ ἔμελεν, καὶ τὸ ξυνὸν τῶν Ἀργείων ἄρχειν ἔγνωσαν ἑωυτῶν ὅστισ τοῦ ἑτέρου σοφίην προφερέστεροσ. (Lucian, De astrologia, (no name) 12:1)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 12:1)

  • καὶ παρήγοντο Ἀσπασία καὶ Διοτίμα καὶ Θαργηλία συνηγορήσουσαι αὐτῷ, καί τισ Ἀκαδημαϊκὸσ εὐνοῦχοσ ἐκ Πελασγῶν τελῶν,^ ὀλίγον πρὸ ἡμῶν εὐδοκιμήσασ ἐν τοῖσ Ἕλλησιν. (Lucian, Eunuchus, (no name) 7:2)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 7:2)

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION