헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δάμαλις

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δάμαλις

어원: dama/zw

  1. 암소, 어린 암소
  2. 소녀, 계집
  1. a heifer
  2. a girl

예문

  • καὶ τῇ γυναικὶ ἦν δάμαλισ νομὰσ ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἔσπευσε καὶ ἔθυσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβεν ἄλευρα καὶ ἐφύρασε καὶ ἔπεψεν ἄζυμα (Septuagint, Liber I Samuelis 28:24)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 28:24)

  • διότι ὡσ δάμαλισ παροιστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ. νῦν νεμήσει αὐτοὺσ Κύριοσ ὡσ ἀμνὸν ἐν εὐρυχώρῳ. (Septuagint, Prophetia Osee 4:16)

    (70인역 성경, 호세아서 4:16)

  • Ἐφραὶμ δάμαλισ δεδιδαγμένη ἀγαπᾶν νεῖκοσ, ἐγὼ δὲ ἀπελεύσομαι ἐπὶ τὸ κάλλιστον τοῦ τραχήλου αὐτῆσ. ἐπιβιβῶ Ἐφραὶμ καὶ παρασιωπήσομαι Ἰούδαν, ἐνισχύσει αὐτῷ Ἰακώβ. (Septuagint, Prophetia Osee 10:11)

    (70인역 성경, 호세아서 10:11)

  • ἡ καρδία τῆσ Μωαβίτιδοσ βοᾷ ἐν αὐτῇ ἕωσ Σηγώρ. δάμαλισ γάρ ἐστι τριετήσ. ἐπὶ δὲ τῆσ ἀναβάσεωσ Λουεὶθ πρόσ σε κλαίοντεσ ἀναβήσονται, τῇ ὁδῷ Ἀρωνιεὶμ βοᾷ σύντριμμα καὶ σεισμόσ. (Septuagint, Liber Isaiae 15:5)

    (70인역 성경, 이사야서 15:5)

  • δάμαλισ κεκαλλωπισμένη Αἴγυπτοσ, ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρᾶ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν. (Septuagint, Liber Ieremiae 26:19)

    (70인역 성경, 예레미야서 26:19)

유의어

  1. 소녀

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION