- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειρακίσκη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: meirakiskē 고전 발음: [라끼께:] 신약 발음: [미라끼]

기본형: μειρακίσκη

형태분석: μειρακισκ (어간) + η (어미)

어원: μεῖραξ의 지소사

  1. 소녀, 아가씨
  1. a little girl

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μειρακίσκη

소녀가

μειρακίσκα

소녀들이

μειρακίσκαι

소녀들이

속격 μειρακίσκης

소녀의

μειρακίσκαιν

소녀들의

μειρακισκῶν

소녀들의

여격 μειρακίσκῃ

소녀에게

μειρακίσκαιν

소녀들에게

μειρακίσκαις

소녀들에게

대격 μειρακίσκην

소녀를

μειρακίσκα

소녀들을

μειρακίσκας

소녀들을

호격 μειρακίσκη

소녀야

μειρακίσκα

소녀들아

μειρακίσκαι

소녀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἴσθ ἐπ αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη ὦ μειρακίσκη: (Aristophanes, Plutus, Episode1)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode1)

  • καὶ γὰρ παραβλέψας τι μειρακίσκης νῦν δὴ κατεῖδον καὶ μάλ εὐπροσώπου συμπαιστρίας χιτωνίου παραρραγέν- τος τιτθίον προκύψαν. (Aristophanes, Frogs, Parodos, strophe 31)

    (아리스토파네스, Frogs, Parodos, strophe 31)

유의어

  1. 소녀

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION