Ancient Greek-English Dictionary Language

Διονυσιακός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Διονυσιακός Διονυσιακή Διονυσιακόν

Structure: Διονυσιακ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. belonging to Dionysus

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καθόλου δὲ διάφοροσ ἦν ἡ μουσικὴ παρὰ τοῖσ Ἕλλησι, τῶν μὲν Ἀθηναίων τοὺσ Διονυσιακοὺσ χοροὺσ καὶ τοὺσ κυκλίουσ προτιμώντων, Συρακοσίων δὲ τοὺσ ἰαμβιστάσ, ἄλλων δ’ ἄλλο τι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 10 3:2)
  • εἷσ δὲ μ’ ἀέθλοσ εἰσ Διονυσιακοὺσ οἶδεν ἀγῶνασ ἄγειν· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 282)
  • ἴδιαι δὲ ταῖσ σχολαστικωτέραισ καὶ μᾶλλον εὐημερούσαισ πόλεσιν, ἔτι δὲ φροντιζούσαισ εὐκοσμίασ, γυναικονομία νομοφυλακία παιδονομία γυμνασιαρχία, πρὸσ δὲ τούτοισ περὶ ἀγῶνασ ἐπιμέλεια γυμνικοὺσ καὶ Διονυσιακούσ, κἂν εἴ τινασ ἑτέρασ συμβαίνει τοιαύτασ γίνεσθαι θεωρίασ. (Aristotle, Politics, Book 6 139:1)
  • καὶ τὴν μὲν Εὐκλείδου σχολὴν ἔλεγε χολήν, τὴν δὲ Πλάτωνοσ διατριβὴν κατατριβήν, τοὺσ δὲ Διονυσιακοὺσ ἀγῶνασ μεγάλα θαύματα μωροῖσ ἔλεγε καὶ τοὺσ δημαγωγοὺσ ὄχλου διακόνουσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. DIOGENHS 5:2)

Synonyms

  1. belonging to Dionysus

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION