ἁρματηλάτης?
1군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: harmatēlatēs
고전 발음: [하르마뗄:라떼:스]
신약 발음: [아르마뗄라떼스]
기본형:
ἁρματηλάτης
형태분석:
ἁρματηλατ
(어간)
+
ης
(어미)
뜻
- 마부, 이륜전차를 모는 병사
- a charioteer
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπαρθεὶς δὲ τῷ θυμῷ ᾤετο καὶ τὴν τῶν πεφυγαδευκότων αὐτὸν κακίαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἐναπερείσασθαι, διὸ συνέταξε τὸν ἁρματηλάτην ἀδιαλείπτως ἐλαύνοντα κατανύειν τὴν πορείαν, τῆς ἐξ οὐρανοῦ δὴ κρίσεως συνούσης αὐτῷ. οὕτω γὰρ ὑπερηφάνως εἶπε. πολυάνδριον Ἰουδαίων Ἱεροσόλυμα ποιήσω παραγενόμενος ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:4)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 9:4)
- τούτους ἐκέλευσεν ὁ Θεοδότας τέως μὲν ἔχειν ὡς οἱό῀ν τε κατακρύψαντας, ὡς μὴ κατάδηλοι εἰε῀ν ὑπερφαινόμενοι τοῦ στρατοῦ, ἐπειδὰν δὲ σημήνῃ ὁ σαλπιγκτὴς καὶ δέῃ συμπλέκεσθαι καὶ εἰς χεῖρας ἰέναι καὶ ἡ ἵππος ἡ τῶν πολεμίων ἐπελαύνηται καὶ τὰ ἁρ´ματα οἱ Γαλάται ἀνοίξαντες τὴν φάλαγγα καὶ διαστήσαντες ἐπαφῶσι, τότε ἀνὰ τέτταρας μὲν τῶν ἐλεφάντων ἀπαντᾶν ἐφ᾿ ἑκάτερα τοῖς ἱππεῦσι, τοὺς ὀκτὼ δὲ ἀντεπαφεῖναι τοῖς ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς: (Lucian, Zeuxis 17:2)
(루키아노스, Zeuxis 17:2)
- "πλησίον δὲ τῆς κώμης γενόμενος ἐν ᾗ τοὺς γάμους συνετέλουν καὶ καταλιπὼν ἔν τινι τόπῳ αὐτῷ ἁρ´ματι τὸν ἁρματηλάτην προῆγεν ἐνδεδυκὼς στολὴν Σκυθικήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 3513)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 3513)
- "γνώριμος δ ὑμῖν ὁ ἄνθρωπός ἐστι, τῶν Μέλωνα ἁρματηλατῶν ἐπιστάτης καὶ διὰ Μέλωνα τὴν πρᾶξιν ἀπ ἀρχῆς συνειδώς. (Plutarch, De genio Socratis, section 18 4:2)
(플루타르코스, De genio Socratis, section 18 4:2)
- κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας, ὅθ ἱππικῶν ἦν ἡλίου τέλλοντος ὠκύπους ἀγών, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα. (Sophocles, episode 6:9)
(소포클레스, episode 6:9)
- Φαυστῖνος οὗτος, ὁ πρὶν ἁρματηλάτης, ὃν δῆμος εὑρὼν τοῦ μέρους τῶν Πρασίνων τὴν ἧτταν ἠγνόησε παντελῶς δρόμῳ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3831)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3831)
유의어
-
마부
- ἄντυξ (이륜 전차, 전차)
- διφρηλάτης (마부, 이륜전차를 모는 병사)
- διφρευτής (마부, 이륜전차를 모는 병사)
- ἅρμα (이륜 전차, 전차)
- ἡνιοχεία (전차 몰기, 전차 운전)
- διφρεία (chariot-driving)
- ἱππασία (chariot-driving)
- ἁρματοδρομία (a chariot race)
- ὄχος (the wheels of a chariot)
- ἱππόδρομος (a chariot-road)
- ἁρματόκτυπος (the rattling, of chariots)
- ἐλατήρ (마부, 이륜전차를 모는 병사, 운전사)
- ὄχημα (이륜 전차, 마차, 전차)