헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζυγόν

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζυγόν ζυγοῦ

형태분석: ζυγ (어간) + ον (어미)

어원: cf. zeu/gnumi

  1. 포크 형태의 체벌 도구, 목줄, 멍에
  2. 부담, 짐, 포크 형태의 체벌 도구
  3. 널, 널빤지, 판, 기둥에 수직하는 난간, 광선, 판자
  4. 줄, 순위
  1. yoke, for joining animals
  2. yoke, burden
  3. in general, anything which joins two pieces together: cross-bar, plank, beam
  4. the balancing beam of a scale; the scale itself
  5. rank (of soldiers)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구가

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들이

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들이

속격 ζυγοῦ

포크 형태의 체벌 도구의

ζυγοῖν

포크 형태의 체벌 도구들의

ζυγῶν

포크 형태의 체벌 도구들의

여격 ζυγῷ

포크 형태의 체벌 도구에게

ζυγοῖν

포크 형태의 체벌 도구들에게

ζυγοῖς

포크 형태의 체벌 도구들에게

대격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구를

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들을

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들을

호격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구야

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들아

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἳ δ’ ἐσ τὸ πρόσθεν στῆτε πωλικῶν ζυγῶν· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:7)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:7)

  • ὡσ δ’ ἤλθομεν σῶν περίβολον νεωρίων, Σιδωνίαν ναῦν πρωτόπλουν καθείλκομεν ζυγῶν τε πεντήκοντα κἀρετμῶν μέτρα ἔχουσαν. (Euripides, Helen, episode17)

    (에우리피데스, Helen, episode17)

  • τὸ δὲ τοὺσ διαλεκτικοὺσ μάλιστα συνδέσμων δεῖσθαι πρὸσ τὰσ τῶν ἀξιωμάτων συναφὰσ καὶ συμπλοκὰσ καὶ διαζεύξεισ, ὥσπερ ἡνιόχουσ ζυγῶν, καὶ τὸν ἐν Κύκλωποσ Ὀδυσσέα λύγων πρὸσ τῶν προβάτων οὐ μέροσ λόγου τὸν σύνδεσμον ἀλλ’ ὄργανόν τι συνδετικὸν ἀποφαίνει, καθάπερ ὠνόμασται, καὶ συνεκτικὸν οὐ πάντων ἀλλὰ τῶν οὐχ ἁπλῶσ λεγομένων· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 10, section 4 6:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 10, section 4 6:1)

  • κρατεῖ δὲ μηχαναῖσ ἀγραύλου θηρὸσ ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ’ ἵππον ὀχμάζεται ἀμφὶ λόφον ζυγῶν οὔρειόν τ’ ἀκμῆτα ταῦρον. (Sophocles, Antigone, choral, antistrophe 12)

    (소포클레스, Antigone, choral, antistrophe 12)

  • μετὰ δὲ τὴν Σινδικὴν καὶ τὴν Γοργιπίαν ἐπὶ τῇ θαλάττῃ ἡ τῶν Ἀχαιῶν καὶ Ζυγῶν καὶ Ἡνιόχων παραλία τὸ πλέον ἀλίμενοσ καὶ ὀρεινή, τοῦ Καυκάσου μέροσ οὖσα. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 2 18:1)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 2 18:1)

유의어

  1. 포크 형태의 체벌 도구

  2. 부담

  3. the balancing beam of a scale

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION