- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζυγόν?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: zygon 고전 발음: [뒤곤] 신약 발음: [쥐곤]

기본형: ζυγόν ζυγοῦ

형태분석: ζυγ (어간) + ον (어미)

어원: cf. ζεύγνυμι

  1. 포크 형태의 체벌 도구, 목줄, 멍에
  2. 부담, 짐, 포크 형태의 체벌 도구
  3. 널, 널빤지, 판, 기둥에 수직하는 난간, 광선, 판자
  4. 줄, 순위
  1. yoke, for joining animals
  2. yoke, burden
  3. in general, anything which joins two pieces together: cross-bar, plank, beam
  4. the balancing beam of a scale; the scale itself
  5. rank (of soldiers)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구가

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들이

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들이

속격 ζυγοῦ

포크 형태의 체벌 도구의

ζυγοῖν

포크 형태의 체벌 도구들의

ζυγῶν

포크 형태의 체벌 도구들의

여격 ζυγῷ

포크 형태의 체벌 도구에게

ζυγοῖν

포크 형태의 체벌 도구들에게

ζυγοῖς

포크 형태의 체벌 도구들에게

대격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구를

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들을

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들을

호격 ζυγόν

포크 형태의 체벌 도구야

ζυγώ

포크 형태의 체벌 도구들아

ζυγά

포크 형태의 체벌 도구들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπὶ τῇ μαχαίρᾳ σου ζήσῃ καὶ τῷ ἀδελφῷ σου δουλεύσεις. ἔσται δὲ ἡνίκα ἐὰν καθέλῃς, καὶ ἐκλύσῃς τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ τραχήλου σου. (Septuagint, Liber Genesis 27:40)

    (70인역 성경, 창세기 27:40)

  • οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει, ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ ἐν ζυγοῖς. (Septuagint, Liber Leviticus 19:35)

    (70인역 성경, 레위기 19:35)

  • ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια καὶ χοῦς δίκαιος ἔσται ἐν ὑμῖν. ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. (Septuagint, Liber Leviticus 19:36)

    (70인역 성경, 레위기 19:36)

  • ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὄντων ὑμῶν δούλων, καὶ συνέτριψα τὸν δεσμὸν τοῦ ζυγοῦ ὑμῶν καὶ ἤγαγον ὑμᾶς μετὰ παρρησίας. (Septuagint, Liber Leviticus 26:13)

    (70인역 성경, 레위기 26:13)

  • καὶ ἔσται ἡ πόλις ἡ ἐγγίζουσα τῷ τραυματίᾳ καὶ λήψεται ἡ γερουσία τῆς πόλεως ἐκείνης δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν, (Septuagint, Liber Deuteronomii 21:3)

    (70인역 성경, 신명기 21:3)

  • ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφες ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ πατρός σου τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέος, οὗ ἔδωκεν ἐφ ἡμᾶς, καὶ δουλεύσομέν σοι. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:4)

    (70인역 성경, 역대기 하권 10:4)

  • καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὰ παιδάρια τὰ ἐκτραφέντα μετ αὐτοῦ λέγοντες. οὕτως λαλήσεις τῷ λαῷ τῷ λαλήσαντι πρός σε λέγων. ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν καὶ σὺ ἄφες ἀφ ἡμῶν, οὕτως ἐρεῖς. ὁ μικρὸς δάκτυλός μου παχύτερος τῆς ὀσφύος τοῦ πατρός μου. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:10)

    (70인역 성경, 역대기 하권 10:10)

  • καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ζυγῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἡμῶν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:11)

    (70인역 성경, 역대기 하권 10:11)

유의어

  1. 포크 형태의 체벌 도구

  2. 부담

  3. the balancing beam of a scale

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION