Ancient Greek-English Dictionary Language

ζητητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ζητητικός ζητητική ζητητικόν

Structure: ζητητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: zhte/w

Sense

  1. disposed to searching, inquiry, (in masculine, substantive, chiefly in the plural) Sceptic
  2. (in feminine, substantive) Sceptic philosophy

Examples

  • τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντεσ οἱ τοῦ Σωκράτουσ λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν, καλῶσ δὲ πάντα ἴσωσ χαλεπόν, ἐπεὶ καὶ τὸ νῦν εἰρημένον πλῆθοσ δεῖ μὴ λανθάνειν ὅτι χώρασ δεήσει τοῖσ τοσούτοισ Βαβυλωνίασ ἤ τινοσ ἄλλησ ἀπεράντου τὸ πλῆθοσ, ἐξ ἧσ ἀργοὶ πεντακισχίλιοι θρέψονται, καὶ περὶ τούτουσ γυναικῶν καὶ θεραπόντων ἕτεροσ ὄχλοσ πολλαπλάσιοσ. (Aristotle, Politics, Book 2 104:1)
  • τῇ μὲν οὖν ὀρειβασίᾳ τὸ μεταλλευτικὸν καὶ τὸ θηρευτικὸν καὶ ζητητικὸν τῶν πρὸσ τὸν βίον χρησίμων ἐφάνη συγγενέσ, τῶν δ’ ἐνθουσιασμῶν καὶ θρησκείασ καὶ μαντικῆσ τὸ ἀγυρτικὸν καὶ γοητεία ἐγγύσ. (Strabo, Geography, Book 10, chapter 3 34:5)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION