헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζητητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζητητικός ζητητική ζητητικόν

형태분석: ζητητικ (어간) + ος (어미)

어원: zhte/w

  1. disposed to searching, inquiry, (in masculine, substantive, chiefly in the plural) Sceptic
  2. (in feminine, substantive) Sceptic philosophy

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ζητητικός

(이)가

ζητητική

(이)가

ζητητικόν

(것)가

속격 ζητητικοῦ

(이)의

ζητητικῆς

(이)의

ζητητικοῦ

(것)의

여격 ζητητικῷ

(이)에게

ζητητικῇ

(이)에게

ζητητικῷ

(것)에게

대격 ζητητικόν

(이)를

ζητητικήν

(이)를

ζητητικόν

(것)를

호격 ζητητικέ

(이)야

ζητητική

(이)야

ζητητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ζητητικώ

(이)들이

ζητητικᾱ́

(이)들이

ζητητικώ

(것)들이

속/여 ζητητικοῖν

(이)들의

ζητητικαῖν

(이)들의

ζητητικοῖν

(것)들의

복수주격 ζητητικοί

(이)들이

ζητητικαί

(이)들이

ζητητικά

(것)들이

속격 ζητητικῶν

(이)들의

ζητητικῶν

(이)들의

ζητητικῶν

(것)들의

여격 ζητητικοῖς

(이)들에게

ζητητικαῖς

(이)들에게

ζητητικοῖς

(것)들에게

대격 ζητητικούς

(이)들을

ζητητικᾱ́ς

(이)들을

ζητητικά

(것)들을

호격 ζητητικοί

(이)들아

ζητητικαί

(이)들아

ζητητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ δὲ τούτου τὸ ἄπορον καὶ πολλὰ πράγματα τοῖσ ζητητικοῖσ παρέχον εἰσ μέσον εἷλκε πρόβλημα περὶ τοῦ ᾠοῦ καὶ τῆσ ὄρνιθοσ, ὁπότερον γένοιτο πρότερον αὐτῶν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 8:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 8:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION