헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χωλός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χωλός χωλή χωλόν

형태분석: χωλ (어간) + ος (어미)

  1. 절룩거리는, 다리 저는, 흔들리는, 중단된
  1. lame, halting, limping
  2. (figuratively) maimed, imperfect, defective

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χωλός

절룩거리는 (이)가

χωλή

절룩거리는 (이)가

χωλόν

절룩거리는 (것)가

속격 χωλοῦ

절룩거리는 (이)의

χωλῆς

절룩거리는 (이)의

χωλοῦ

절룩거리는 (것)의

여격 χωλῷ

절룩거리는 (이)에게

χωλῇ

절룩거리는 (이)에게

χωλῷ

절룩거리는 (것)에게

대격 χωλόν

절룩거리는 (이)를

χωλήν

절룩거리는 (이)를

χωλόν

절룩거리는 (것)를

호격 χωλέ

절룩거리는 (이)야

χωλή

절룩거리는 (이)야

χωλόν

절룩거리는 (것)야

쌍수주/대/호 χωλώ

절룩거리는 (이)들이

χωλᾱ́

절룩거리는 (이)들이

χωλώ

절룩거리는 (것)들이

속/여 χωλοῖν

절룩거리는 (이)들의

χωλαῖν

절룩거리는 (이)들의

χωλοῖν

절룩거리는 (것)들의

복수주격 χωλοί

절룩거리는 (이)들이

χωλαί

절룩거리는 (이)들이

χωλά

절룩거리는 (것)들이

속격 χωλῶν

절룩거리는 (이)들의

χωλῶν

절룩거리는 (이)들의

χωλῶν

절룩거리는 (것)들의

여격 χωλοῖς

절룩거리는 (이)들에게

χωλαῖς

절룩거리는 (이)들에게

χωλοῖς

절룩거리는 (것)들에게

대격 χωλούς

절룩거리는 (이)들을

χωλᾱ́ς

절룩거리는 (이)들을

χωλά

절룩거리는 (것)들을

호격 χωλοί

절룩거리는 (이)들아

χωλαί

절룩거리는 (이)들아

χωλά

절룩거리는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 χωλός

χωλοῦ

절룩거리는 (이)의

χωλότερος

χωλοτεροῦ

더 절룩거리는 (이)의

χωλότατος

χωλοτατοῦ

가장 절룩거리는 (이)의

부사 χωλώς

χωλότερον

χωλότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρεσ αὐτοῦ εἰσ Ἱερουσαλὴμ πρὸσ τὸν Ἰεβουσαῖον τὸν κατοικοῦντα τὴν γῆν. καὶ ἐρρέθη τῷ Δαυίδ. οὐκ εἰσελεύσῃ ὧδε, ὅτι ἀντέστησαν οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ χωλοὶ λέγοντεσ ὅτι οὐκ εἰσελεύσεται Δαυὶδ ὧδε. (Septuagint, Liber II Samuelis 5:6)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 5:6)

  • καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. πᾶσ τύπτων Ἰεβουσαῖον ἁπτέσθω ἐν παραξιφίδι καὶ τοὺσ χωλοὺσ καὶ τοὺσ τυφλοὺσ καὶ τοὺσ μισοῦντασ τὴν ψυχὴν Δαυίδ. διὰ τοῦτο ἐροῦσι. τυφλοὶ καὶ χωλοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰσ οἶκον Κυρίου. (Septuagint, Liber II Samuelis 5:8)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 5:8)

  • ἐρράγησαν τὰ σχοινία σου, ὅτι οὐκ ἐνίσχυσαν. ὁ ἱστόσ σου ἔκλινεν, οὐ χαλάσει τὰ ἱστία. οὐκ ἀρεῖ σημεῖον, ἕωσ οὗ παραδοθῇ εἰσ προνομήν. τοίνυν πολλοὶ χωλοὶ προνομὴν ποιήσουσι. (Septuagint, Liber Isaiae 33:23)

    (70인역 성경, 이사야서 33:23)

  • ἀλλ’ εἰ μὲν ἦσαν ἐκεῖνοι τυφλοὶ καὶ χωλοὶ καὶ πάντα τρόπον νοσοῦντεσ ὁποίουσ αὐτοὺσ εἶναί φησιν Ἀπίων, οὐδ’ ἂν μιᾶσ ἡμέρασ προελθεῖν ὁδὸν ἠδυνήθησαν· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 25:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 25:1)

  • "ὅτι μέντοι πῦρ ἀνθρακῶδεσ, οἱο͂ν οὗτοι τὸ τῆσ σελήνησ ποιοῦσιν, οὐκ ἔχει διαμονὴν οὐδὲ σύστασιν ὅλωσ, ἐὰν μὴ στερεᾶσ ὕλησ καὶ στεγούσησ ἅμα καὶ τρεφούσησ ἐπιλάβηται, βέλτιον οἶμαι συνορᾶν ἐνίων φιλοσόφων τοὺσ ἐν παιδιᾷ λέγοντασ τὸν Ἥφαιστον εἰρῆσθαι χωλόν, ὅτι τὸ πῦρ ξύλων χωρὶσ ὥσπερ οἱ χωλοὶ βακτηρίασ οὐ πρόεισιν. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:4)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 5 1:4)

유의어

  1. 절룩거리는

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION