- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρύσεος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: chryseos 고전 발음: [뤼세오] 신약 발음: [뤼새오]

기본형: χρύσεος χρυσέη χρύσεον

형태분석: χρυσε (어간) + ος (어미)

어원: χρυσός

  1. 황금의, 금박을 입힌, 금으로 칠한
  2. 금광
  3. (명사로) 금화
  1. golden, made of gold, decked or inlaid with gold
  2. (χρύσεια μέταλλα) gold mines
  3. (masculine substantive) gold coin

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χρύσεος

황금의 (이)가

χρυσέα

황금의 (이)가

χρύσεον

황금의 (것)가

속격 χρυσέου

황금의 (이)의

χρυσέας

황금의 (이)의

χρυσέου

황금의 (것)의

여격 χρυσέῳ

황금의 (이)에게

χρυσέᾳ

황금의 (이)에게

χρυσέῳ

황금의 (것)에게

대격 χρύσεον

황금의 (이)를

χρυσέαν

황금의 (이)를

χρύσεον

황금의 (것)를

호격 χρύσεε

황금의 (이)야

χρυσέα

황금의 (이)야

χρύσεον

황금의 (것)야

쌍수주/대/호 χρυσέω

황금의 (이)들이

χρυσέα

황금의 (이)들이

χρυσέω

황금의 (것)들이

속/여 χρυσέοιν

황금의 (이)들의

χρυσέαιν

황금의 (이)들의

χρυσέοιν

황금의 (것)들의

복수주격 χρύσεοι

황금의 (이)들이

χρυσέαι

황금의 (이)들이

χρύσεα

황금의 (것)들이

속격 χρυσέων

황금의 (이)들의

χρυσεῶν

황금의 (이)들의

χρυσέων

황금의 (것)들의

여격 χρυσέοις

황금의 (이)들에게

χρυσέαις

황금의 (이)들에게

χρυσέοις

황금의 (것)들에게

대격 χρυσέους

황금의 (이)들을

χρυσέας

황금의 (이)들을

χρύσεα

황금의 (것)들을

호격 χρύσεοι

황금의 (이)들아

χρυσέαι

황금의 (이)들아

χρύσεα

황금의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:9)

    (70인역 성경, 잠언 1:9)

  • στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργύριον καὶ ἀνάκλιτον αὐτοῦ χρύσεον. ἐπίβασις αὐτοῦ πορφυρᾶ, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυγατέρων Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Canticum Canticorum 3:10)

    (70인역 성경, 아가 3:10)

  • ἔνθα δὴ Θυέστης μὲν τὸν κριὸν σφίσιν τὸν ἐν τῷ οὐρανῷ σημηνάμενος ἐπέδειξεν, ἀπὸ τέω δὴ ἄρνα χρύσεον Θυέστῃ γενέσθαι μυθολογέουσιν. (Lucian, De astrologia, (no name) 12:2)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 12:2)

  • ἄρτι μὲν αἰπύδμητα φιλοξείνων ναετήρων δώματα παπταίνων καὶ γείτονας ἐγγύθι νηοὺς ἄστεος ἀγλαϊήν διεμέτρεεν, ἔνθα μὲν αὐτῆς χρύσεον ἐνδαπίης θηεύμενος εἶδος Ἀθήνης, ἔνθα δὲ Καρνείοιο φίλον κτέρας Ἀπόλλωνος οἶκον Ἀμυκλαίοιο παραγνάμψας Υἁκίνθου, ὅν ποτε κουρίζοντα σὺν Ἀπόλλωνι νοήσας δῆμος Ἀμυκλαίων ἠγάσσατο, μὴ Διὶ Λητὼ κυσαμένη καὶ τοῦτον ἀνήγαγεν: (Colluthus, Rape of Helen, book 1114)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1114)

  • τὼς γάρ μιν παλάμαις τεῦξεν κλυτὸς Ἀμφιγυήεις χρύσεον: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 24:2)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 24:2)

유의어

  1. 황금의

  2. 금광

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION