- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ᾠόν?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: ōion 고전 발음: [오:] 신약 발음: [오온]

기본형: ᾠόν ᾠοῦ

형태분석: (어간) + ον (어미)

  1. 씨앗, 씨
  1. egg
  2. seed

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ᾠόν

알이

ᾠώ

알들이

ᾠά

알들이

속격 ᾠοῦ

알의

ᾠοῖν

알들의

ᾠῶν

알들의

여격 ᾠῷ

알에게

ᾠοῖν

알들에게

ᾠοῖς

알들에게

대격 ᾠόν

알을

ᾠώ

알들을

ᾠά

알들을

호격 ᾠόν

알아

ᾠώ

알들아

ᾠά

알들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νύκτωρ γὰρ ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς θεμελίους τοῦ νεὼ τοὺς ἄρτι ὀρυττομένους - συνειστήκει δὲ ἐν αὐτοῖς ὕδωρ ἢ αὐτόθεν ποθὲν συλλειβόμενον ἢ ἐξ οὐρανοῦ πεσὸν - ἐνταῦθα κατατίθεται χήνειον ᾠὸν προκεκενωμένον, ἔνδον φυλάττον ἑρπετόν τι ἀρτιγέννητον, καὶ βυθίσας τοῦτο ἐν μυχῷ τοῦ πηλοῦ ὀπίσω αὖθις ἀπηλλάττετο. (Lucian, Alexander, (no name) 13:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 13:2)

  • εἶτα φιάλην αἰτήσας, ἀναδόντος τινός, ῥᾳδίως ὑποβαλὼν ἀνιμᾶται μετὰ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ πηλοῦ τὸ ᾠὸν ἐκεῖνο ἐν ᾧ ὁ θεὸς αὐτῷ κατεκέκλειστο, κηρῷ λευκῷ καὶ ψιμυθίῳ τὴν ἁρμογὴν τοῦ πώματος συγκεκολλημένον καὶ λαβὼν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας ἔχειν ἔφασκεν ἤδη τὸν Ἀσκληπιόν. (Lucian, Alexander, (no name) 14:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 14:2)

  • οἱ δὲ ἀτενὲς ἀπέβλεπον ὅ τι καὶ γίγνοιτο, πολὺ πρότερον θαυμάσαντες τὸ ᾠὸν ἐν τῷ ὕδατι εὑρημένον. (Lucian, Alexander, (no name) 14:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 14:3)

  • εἰ δὲ μέγα τὸ καῦμα ἐπιφλέγοι, ᾠὸν ἐμβαλόντα ἐς τὴν χεῖρα καὶ ἀνατείναντα τῆς κυνὸς τὸ στόμα καθεῖναι, ὡς ἀθρόον καταπιεῖν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 13 3:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 13 3:1)

  • ^ Οὐ μὴν οὐδὲ ἡ ἄλλη ὕβρις ἄπεστιν, ἀλλ οὔτε ᾠὸν ἔχεις μόνος - οὐ γὰρ ἀναγκαῖόν ἐστιν καὶ σὲ τῶν αὐτῶν ἀεὶ τοῖς ξένοις καὶ ἀγνώστοις ἀντιποιεῖσθαι: (Lucian, De mercede, (no name) 26:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 26:2)

유의어

  1. 씨앗

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION