헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπατείᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπατείᾱ ὑπατείας

형태분석: ὑπατει (어간) + ᾱ (어미)

  1. 집정, 집정관직
  1. the office or rank of consul, consulate

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὑπατείᾱ

집정이

ὑπατείᾱ

집정들이

ὑπατεῖαι

집정들이

속격 ὑπατείᾱς

집정의

ὑπατείαιν

집정들의

ὑπατειῶν

집정들의

여격 ὑπατείᾱͅ

집정에게

ὑπατείαιν

집정들에게

ὑπατείαις

집정들에게

대격 ὑπατείᾱν

집정을

ὑπατείᾱ

집정들을

ὑπατείᾱς

집정들을

호격 ὑπατείᾱ

집정아

ὑπατείᾱ

집정들아

ὑπατεῖαι

집정들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑπατείασ πέντε καὶ τρεῖσ θριάμβουσ καὶ σκῦλα καὶ τροπαιοφορίασ ἀπὸ βασιλέων τοῖσ προαποθνῄσκουσι Καρχηδονίων Ἴβηρσι καὶ Νομάσιν ὑποβαλών. (Plutarch, Comparison of Pelopidas and Marcellus, chapter 3 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Pelopidas and Marcellus, chapter 3 4:1)

  • τοῦτο ῥηθὲν ἔδοξεν αἴτησισ ὑπατείασ εἶναι, καὶ προσδοκίαν πᾶσιν ὡσ ἅμα μὲν ὑπατείαν, ἅμα δὲ δημαρχίαν μετιὼν παρέσχεν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 8 1:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 8 1:2)

  • καὶ τοῖσ μὲν ἄλλοισ πᾶσιν, ὁπηνίκα διεσκοποῦντο τὴν πρᾶξιν, ἤρεσκεν Ἀντώνιον ἐπισφάττειν Καίσαρι, μοναρχικὸν ἄνδρα καὶ ὑβριστὴν, ἰσχύν τε πεποιημένον ὁμιλίᾳ καὶ συνηθείᾳ πρὸσ τὸ στρατιωτικόν, καὶ μάλισθ’ ὅτι τῷ φύσει σοβαρῷ καὶ μεγαλοπράγμονι προσειλήφει τὸ τῆσ ὑπατείασ ἀξίωμα τότε Καίσαρι συνάρχων. (Plutarch, Brutus, chapter 18 2:1)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 18 2:1)

  • οὔτε γὰρ ἐκεῖνοσ ὁ μέγασ Πομπήϊοσ, εἰ Καίσαρα καθεῖλεν, ἠλπίζετο βεβαίωσ προήσεσθαι τοῖσ νόμοισ τὴν δύναμιν, ἀλλ’ ἀεὶ τὰ πράγματα καθέξειν, ὑπατείασ ὀνόματι καὶ δικτατορίασ ἤ τινοσ ἄλλησ μαλακωτέρασ ἀρχῆσ παραμυθούμενοσ τὸν δῆμον· (Plutarch, Brutus, chapter 29 3:1)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 29 3:1)

  • ἀλλ’ οὗτοσ μέν ὁ λόγοσ ἐξεδόθη μετὰ τὴν ἀμφοῖν τελευτήν, ἐν δὲ τῷ Περὶ ὑπατείασ ὁ Κικέρων νύκτωρ φησὶ τὸν Κράσσον ἀφικέσθαι πρὸσ αὐτόν ἐπιστολὴν κομίζοντα τὰ περὶ τὸν Κατιλίναν ἐξηγουμένην, ὡσ ἤδη βεβαιοῦντα τὴν συνωμοσίαν. (Plutarch, chapter 13 3:2)

    (플루타르코스, chapter 13 3:2)

유의어

  1. 집정

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION