헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροπαῖος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τροπαῖος

형태분석: τροπαι (어간) + ος (어미)

  1. of a turning or change
  2. of or for defeat
  3. causing rout

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τροπαῖος

(이)가

τροπαῖα

(이)가

τρόπαιον

(것)가

속격 τροπαίου

(이)의

τροπαίᾱς

(이)의

τροπαίου

(것)의

여격 τροπαίῳ

(이)에게

τροπαίᾱͅ

(이)에게

τροπαίῳ

(것)에게

대격 τροπαῖον

(이)를

τροπαῖαν

(이)를

τρόπαιον

(것)를

호격 τροπαῖε

(이)야

τροπαῖα

(이)야

τρόπαιον

(것)야

쌍수주/대/호 τροπαίω

(이)들이

τροπαίᾱ

(이)들이

τροπαίω

(것)들이

속/여 τροπαίοιν

(이)들의

τροπαίαιν

(이)들의

τροπαίοιν

(것)들의

복수주격 τροπαῖοι

(이)들이

τροπαῖαι

(이)들이

τρόπαια

(것)들이

속격 τροπαίων

(이)들의

τροπαιῶν

(이)들의

τροπαίων

(것)들의

여격 τροπαίοις

(이)들에게

τροπαίαις

(이)들에게

τροπαίοις

(것)들에게

대격 τροπαίους

(이)들을

τροπαίᾱς

(이)들을

τρόπαια

(것)들을

호격 τροπαῖοι

(이)들아

τροπαῖαι

(이)들아

τρόπαια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ μετὰ πάσησ ἀλαζονείασ ὑψαυχενῶν, διεγνώκει κοινὸν τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν συστήσασθαι τρόπαιον. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:6)

  • Ἀργείουσ ὁρᾷσ, ὦ Χάρων, καὶ Λακεδαιμονίουσ καὶ τὸν ἡμιθνῆτα ἐκεῖνον στρατηγὸν Ὀθρυάδαν τὸν ἐπιγράφοντα τὸ τρόπαιον τῷ αὑτοῦ αἵματι ὑπὲρ τίνοσ δ’ αὐτοῖσ, ὦ Ἑρμῆ, ὁ πόλεμοσ; (Lucian, Contemplantes, (no name) 24:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 24:1)

  • ὢ τῆσ ἀνοίασ, οἵ γε οὐκ ἴσασιν ὅτι, κἂν ὅλην τὴν Πελοπόννησον ἕκαστοσ αὐτῶν κτήσωνται, μόγισ ἂν ποδιαῖον λάβοιεν τόπον παρὰ τοῦ Αἰακοῦ τὸ δὲ πεδίον τοῦτο ἄλλοτε ἄλλοι γεωργήσουσι πολλάκισ ἐκ βάθρων τὸ τρόπαιον ἀνασπάσαντεσ τῷ ἀρότρῳ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 24:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 24:3)

  • οὐ πολλὴν βοὴν στήσεσθε καὶ τροπαῖον, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ’ ἀποστερουμένην; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode9)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode9)

  • μόνοσ γὰρ ὁ θεὸσ οὗτοσ οἶδ’ ὅτι τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτησ τρόπων. (Aristophanes, Plutus, Episode 2:34)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 2:34)

유의어

  1. of a turning or change

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION