Ancient Greek-English Dictionary Language

τρομέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τρομέω

Structure: τρομέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: tro/mos

Sense

  1. to tremble, quake, quiver, to fear
  2. to tremble before or at, to stand in awe of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρομῶ τρομεῖς τρομεῖ
Dual τρομεῖτον τρομεῖτον
Plural τρομοῦμεν τρομεῖτε τρομοῦσιν*
SubjunctiveSingular τρομῶ τρομῇς τρομῇ
Dual τρομῆτον τρομῆτον
Plural τρομῶμεν τρομῆτε τρομῶσιν*
OptativeSingular τρομοῖμι τρομοῖς τρομοῖ
Dual τρομοῖτον τρομοίτην
Plural τρομοῖμεν τρομοῖτε τρομοῖεν
ImperativeSingular τρόμει τρομείτω
Dual τρομεῖτον τρομείτων
Plural τρομεῖτε τρομούντων, τρομείτωσαν
Infinitive τρομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
τρομων τρομουντος τρομουσα τρομουσης τρομουν τρομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τρομοῦμαι τρομεῖ, τρομῇ τρομεῖται
Dual τρομεῖσθον τρομεῖσθον
Plural τρομούμεθα τρομεῖσθε τρομοῦνται
SubjunctiveSingular τρομῶμαι τρομῇ τρομῆται
Dual τρομῆσθον τρομῆσθον
Plural τρομώμεθα τρομῆσθε τρομῶνται
OptativeSingular τρομοίμην τρομοῖο τρομοῖτο
Dual τρομοῖσθον τρομοίσθην
Plural τρομοίμεθα τρομοῖσθε τρομοῖντο
ImperativeSingular τρομοῦ τρομείσθω
Dual τρομεῖσθον τρομείσθων
Plural τρομεῖσθε τρομείσθων, τρομείσθωσαν
Infinitive τρομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τρομουμενος τρομουμενου τρομουμενη τρομουμενης τρομουμενον τρομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ τρομέω Μενέλαον, ὅταν Τροίη με νοήσῃ· (Colluthus, Rape of Helen, book 1155)
  • ἀλλὰ τόδε τρομέω, Λητοῖ, ἔποσ, οὐδέ σε κεύσω· (Anonymous, Homeric Hymns, , part 5:4)
  • ὠδίνειν τρομέω· (Theocritus, Idylls, 39)
  • ἀλλὰ τεκεῖν τρομέω, μὴ καὶ χρόα καλὸν ὀλέσσω. (Theocritus, Idylls, 42)
  • οὐ τρομέω δὲ θάλασσαν ἀμείλιχον, οὐδὲ κεραυνούσ, πιστὸν ἀταρβήτου θάρσοσ ἔχων Βρομίου. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 63 1:2)

Synonyms

  1. to tremble

  2. to tremble before or at

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION