Ancient Greek-English Dictionary Language

συνήγορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συνήγορος συνήγορον

Structure: συνηγορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gora/

Sense

  1. speaking with, of the same tenor with
  2. one who speaks with, an advocate
  3. public advocates
  4. private advocates, counsel

Examples

  • "παιδίον γὰρ πάγκαλον ἐκ τῆσ αἰσχίστησ αὐτῷ ταύτησ ἐγένετο, καὶ πρῴην γε, ἐπεὶ ἀράμενοσ αὐτὸ εἰσεκόμισεν ὁ πατὴρ εἰσ τὸ βουλευτήριον θαλλῷ ἐστεμμένον καὶ μέλανα ἀμπεχόμενον, ὡσ ἐλεεινότερον φανείη ὑπὲρ τοῦ πάππου, τὸ μὲν βρέφοσ ἀνεγέλασε πρὸσ τοὺσ βουλευτὰσ καὶ συνεκρότει τὼ χεῖρε, ἡ βουλὴ δὲ ἐπικλασθεῖσα πρὸσ αὐτὸ ἀφίησι τῷ Μενεκράτει τὴν καταδίκην καὶ ἤδη ἐπίτιμόσ ἐστι, τηλικούτῳ συνηγόρῳ χρησάμενοσ πρὸσ τὸ συνέδριον. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 24:20)
  • τίσ οὖν ἀποδέδεικται λόγοσ ἀνδρὶ δικαίῳ συνηγόρῳ, ἐγὼ λέξω. (Aeschines, Speeches, , section 197 1:1)

Synonyms

  1. speaking with

  2. public advocates

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION