Ancient Greek-English Dictionary Language

συνήγορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συνήγορος συνήγορον

Structure: συνηγορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)gora/

Sense

  1. speaking with, of the same tenor with
  2. one who speaks with, an advocate
  3. public advocates
  4. private advocates, counsel

Examples

  • , οὑτωσὶ μὲν ἀκοῦσαι πάνυ εὔλογα, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ἡ συνήγοροσ εἴρηκεν ὑπὲρ τῆσ Μέθησ, ἢν ^ δὲ κἀμοῦ μετ’ εὐνοίασ ἀκούσητε, εἴσεσθε ὡσ οὐδὲν αὐτὴν ἠδίκηκα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:11)
  • ἢ γίνεται δὴ κατήγοροσ ἀδελφοῦ σφοδρότατοσ πρὸσ αὐτὸν ὁ προθυμότατοσ ὑπὲρ αὐτοῦ συνήγοροσ πρὸσ τοὺσ γονεῖσ γενόμενοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 10 1:1)
  • γίγνεται δὲ κατήγοροσ ἀδελφοῦ σφοδρότατοσ πρὸσ αὐτὸν ὁ προθυμότατοσ ὑπὲρ αὐτοῦ συνήγοροσ πρὸσ τοὺσ γονεῖσ γενόμενοσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 10 2:1)
  • Κράσσοσ δὲ μέσοσ ὢν ἀμφοτέραισ ἐχρῆτο, καί πλείστασ μεταβολὰσ ἐν τῇ πολιτείᾳ μεταβαλλόμενοσ οὔτε φίλοσ ἦν βέβαιοσ οὔτε ἀνήκεστοσ ἐχθρόσ, ἀλλὰ ῥᾳδίωσ καί χάριτοσ καί ὀργῆσ ἐξέπιπτεν ὑπὸ τοῦ συμφέροντοσ, ὥστε πολλάκισ μὲν ἀνθρώπων, πολλάκισ δὲ νόμων ἐν ὀλίγῳ φανῆναι τῶν αὐτῶν συνήγοροσ καί ἀντίδικοσ. (Plutarch, chapter 7 8:1)
  • μὲν ἀληθινὸν καὶ φιλόκαλον καὶ λογικὸν ἐχούσησ, τὸ δ’ ἄλογον καὶ φιλοψευδὲσ καὶ παθητικόν, ὁ μὲν φίλοσ ἀεὶ τῷ κρείττονι πάρεστι σύμβουλοσ καὶ συνήγοροσ, ὥσπερ ἰατρὸσ τὸ ὑγιαῖνον αὔξων καὶ διαφυλάττων, ὁ δὲ κόλαξ τῷ παθητικῷ καὶ ἀλόγῳ παρακάθηται, καὶ τοῦτο κνᾷ καὶ γαργαλίζει καὶ ἀναπείθει, καὶ ἀφίστησι τοῦ λογισμοῦ, μηχανώμενοσ αὐτῷ πονηράσ τινασ ἡδυπαθείασ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 20 1:1)

Synonyms

  1. speaking with

  2. public advocates

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION