συνείρω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: syneirō
고전 발음: [쉬네이로:]
신약 발음: [쉬니로]
기본형:
συνείρω
형태분석:
συν
(접두사)
+
εἴρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: only in pres. and imperf.
뜻
- 꿰다, 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다, 접어 포개다
- to string together
- to string, together, to speak on and on, go on without pausing
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἃ δ οἱ γέροντες ποιοῦσιν , ὅταν μεθυσθῶσιν τοῦ ὕδατος, οὐκ ἀλλότριον εἰπεῖν ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνός, αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνός ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ βεβαπτισμένῳ ἐοίκεν, εἶτα ἄφνω φωνή τε λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορὸν καὶ πνεῦμα λιγυρὸν ἐγγίγνεται αὐτῷ καὶ λαλίστατος ἐξ ἀφωνοτάτου ἐστίν, οὐδ ἂν ἐπιστομίσας παύσειας αὐτὸν μὴ οὐχὶ συνεχῆ λαλεῖν καὶ ῥήσεις μακρὰς συνείρειν. (Lucian, (no name) 7:2)
(루키아노스, (no name) 7:2)
- οὐκοῦν διελόμενοι τὴν κατηγορίαν, σὺ μὲν περὶ τῆς κλοπῆς ἤδη σύνειρε, ὁ Ἑρμῆς δὲ τὴν κρεανομίαν καὶ τὴν ἀνθρωποποιίαν αἰτιάσεται: (Lucian, Prometheus, (no name) 5:4)
(루키아노스, Prometheus, (no name) 5:4)
- ἑλομένων δέ, μὴ μελλήσας λέγε ὅττι κεν ἐπ ἀκαιρίμαν ^ γλῶτταν ἔλθῃ, μηδὲν ἐκείνων ἐπιμεληθείς, ὡς τὸ πρῶτον, ὥσπερ οὖν καὶ ἔστι πρῶτον, ἐρεῖς ἐν καιρῷ προσήκοντι καὶ τὸ δεύτερον μετὰ τοῦτο καὶ τὸ τρίτον μετ ἐκεῖνο, ἀλλὰ τὸ πρῶτον ἐμπεσὸν πρῶτον λεγέσθω, καὶ ἢν οὕτω τύχῃ, περὶ τῷ μετώπῳ μὲν ἡ κνημίς, περὶ τῇ κνήμῃ δὲ ἡ κόρυς, πλὴν ἀλλ ἔπειγε καὶ σύνειρε καὶ μὴ σιώπα μόνον. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:30)
(루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:30)
- πλὴν εἰ δοκεῖ, τὸ μὲν φορτικὸν τῶν μέτρων ἄφες, σὺ δὲ τῶν Δημοσθένους δημηγοριῶν τῶν κατὰ Φιλίππου ἥντινα ἂν ἐθέλῃς σύνειρε, ὀλίγα ἐναλλάττων: (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 14:16)
(루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 14:16)
- εἰε῀ν ἡμεῖς μὲν ὑμῖν καὶ δὴ καθήμεθα ἕτοιμοι ἀκούειν τῶν λόγων, ὑμεῖς δὲ προελόμενοί τινα ἐξ ἁπάντων, ὅστις ἄριστα κατηγορῆσαι ἂν δοκεῖ, συνείρετε τὴν κατηγορίαν καὶ διελέγχετε: (Lucian, Piscator, (no name) 22:1)
(루키아노스, Piscator, (no name) 22:1)