헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρείρω

형태분석: παρ (접두사) + εί̓ρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: only in pres.

  1. 넣다, 지르다, 삽입하다, 들이다
  1. to fasten in beside, insert, if he adds observance of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείρω

(나는) 넣는다

παρείρεις

(너는) 넣는다

παρείρει

(그는) 넣는다

쌍수 παρείρετον

(너희 둘은) 넣는다

παρείρετον

(그 둘은) 넣는다

복수 παρείρομεν

(우리는) 넣는다

παρείρετε

(너희는) 넣는다

παρείρουσιν*

(그들은) 넣는다

접속법단수 παρείρω

(나는) 넣자

παρείρῃς

(너는) 넣자

παρείρῃ

(그는) 넣자

쌍수 παρείρητον

(너희 둘은) 넣자

παρείρητον

(그 둘은) 넣자

복수 παρείρωμεν

(우리는) 넣자

παρείρητε

(너희는) 넣자

παρείρωσιν*

(그들은) 넣자

기원법단수 παρείροιμι

(나는) 넣기를 (바라다)

παρείροις

(너는) 넣기를 (바라다)

παρείροι

(그는) 넣기를 (바라다)

쌍수 παρείροιτον

(너희 둘은) 넣기를 (바라다)

παρειροίτην

(그 둘은) 넣기를 (바라다)

복수 παρείροιμεν

(우리는) 넣기를 (바라다)

παρείροιτε

(너희는) 넣기를 (바라다)

παρείροιεν

(그들은) 넣기를 (바라다)

명령법단수 παρείρε

(너는) 넣어라

παρειρέτω

(그는) 넣어라

쌍수 παρείρετον

(너희 둘은) 넣어라

παρειρέτων

(그 둘은) 넣어라

복수 παρείρετε

(너희는) 넣어라

παρειρόντων, παρειρέτωσαν

(그들은) 넣어라

부정사 παρείρειν

넣는 것

분사 남성여성중성
παρειρων

παρειροντος

παρειρουσα

παρειρουσης

παρειρον

παρειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρείρομαι

(나는) 넣여진다

παρείρει, παρείρῃ

(너는) 넣여진다

παρείρεται

(그는) 넣여진다

쌍수 παρείρεσθον

(너희 둘은) 넣여진다

παρείρεσθον

(그 둘은) 넣여진다

복수 παρειρόμεθα

(우리는) 넣여진다

παρείρεσθε

(너희는) 넣여진다

παρείρονται

(그들은) 넣여진다

접속법단수 παρείρωμαι

(나는) 넣여지자

παρείρῃ

(너는) 넣여지자

παρείρηται

(그는) 넣여지자

쌍수 παρείρησθον

(너희 둘은) 넣여지자

παρείρησθον

(그 둘은) 넣여지자

복수 παρειρώμεθα

(우리는) 넣여지자

παρείρησθε

(너희는) 넣여지자

παρείρωνται

(그들은) 넣여지자

기원법단수 παρειροίμην

(나는) 넣여지기를 (바라다)

παρείροιο

(너는) 넣여지기를 (바라다)

παρείροιτο

(그는) 넣여지기를 (바라다)

쌍수 παρείροισθον

(너희 둘은) 넣여지기를 (바라다)

παρειροίσθην

(그 둘은) 넣여지기를 (바라다)

복수 παρειροίμεθα

(우리는) 넣여지기를 (바라다)

παρείροισθε

(너희는) 넣여지기를 (바라다)

παρείροιντο

(그들은) 넣여지기를 (바라다)

명령법단수 παρείρου

(너는) 넣여져라

παρειρέσθω

(그는) 넣여져라

쌍수 παρείρεσθον

(너희 둘은) 넣여져라

παρειρέσθων

(그 둘은) 넣여져라

복수 παρείρεσθε

(너희는) 넣여져라

παρειρέσθων, παρειρέσθωσαν

(그들은) 넣여져라

부정사 παρείρεσθαι

넣여지는 것

분사 남성여성중성
παρειρομενος

παρειρομενου

παρειρομενη

παρειρομενης

παρειρομενον

παρειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πάρηἰρον

(나는) 넣고 있었다

πάρηἰρες

(너는) 넣고 있었다

πάρηἰρεν*

(그는) 넣고 있었다

쌍수 παρῆἰρετον

(너희 둘은) 넣고 있었다

παρήἰρετην

(그 둘은) 넣고 있었다

복수 παρῆἰρομεν

(우리는) 넣고 있었다

παρῆἰρετε

(너희는) 넣고 있었다

πάρηἰρον

(그들은) 넣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήἰρομην

(나는) 넣여지고 있었다

παρῆἰρου

(너는) 넣여지고 있었다

παρῆἰρετο

(그는) 넣여지고 있었다

쌍수 παρῆἰρεσθον

(너희 둘은) 넣여지고 있었다

παρήἰρεσθην

(그 둘은) 넣여지고 있었다

복수 παρήἰρομεθα

(우리는) 넣여지고 있었다

παρῆἰρεσθε

(너희는) 넣여지고 있었다

παρῆἰροντο

(그들은) 넣여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION