Ancient Greek-English Dictionary Language

συνάρχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνάρχω συνάρξω

Structure: συν (Prefix) + ά̓ρχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rule jointly with
  2. to be a colleague in office, a colleague

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνάρχω συνάρχεις συνάρχει
Dual συνάρχετον συνάρχετον
Plural συνάρχομεν συνάρχετε συνάρχουσιν*
SubjunctiveSingular συνάρχω συνάρχῃς συνάρχῃ
Dual συνάρχητον συνάρχητον
Plural συνάρχωμεν συνάρχητε συνάρχωσιν*
OptativeSingular συνάρχοιμι συνάρχοις συνάρχοι
Dual συνάρχοιτον συναρχοίτην
Plural συνάρχοιμεν συνάρχοιτε συνάρχοιεν
ImperativeSingular συνάρχε συναρχέτω
Dual συνάρχετον συναρχέτων
Plural συνάρχετε συναρχόντων, συναρχέτωσαν
Infinitive συνάρχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναρχων συναρχοντος συναρχουσα συναρχουσης συναρχον συναρχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνάρχομαι συνάρχει, συνάρχῃ συνάρχεται
Dual συνάρχεσθον συνάρχεσθον
Plural συναρχόμεθα συνάρχεσθε συνάρχονται
SubjunctiveSingular συνάρχωμαι συνάρχῃ συνάρχηται
Dual συνάρχησθον συνάρχησθον
Plural συναρχώμεθα συνάρχησθε συνάρχωνται
OptativeSingular συναρχοίμην συνάρχοιο συνάρχοιτο
Dual συνάρχοισθον συναρχοίσθην
Plural συναρχοίμεθα συνάρχοισθε συνάρχοιντο
ImperativeSingular συνάρχου συναρχέσθω
Dual συνάρχεσθον συναρχέσθων
Plural συνάρχεσθε συναρχέσθων, συναρχέσθωσαν
Infinitive συνάρχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναρχομενος συναρχομενου συναρχομενη συναρχομενης συναρχομενον συναρχομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to rule jointly with

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION