συναιρέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συναιρέω
συναιρήσω
συνεῖλον
형태분석:
συν
(접두사)
+
αἱρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 모으다, 연합하다, 수집하다, 얻다, 참여하다
- 다지다, 쓸다, 파하다, 눌러 부수다
- to grasp or seize together, to seize at once
- to bring together, bring into small compass;, briefly, in a word
- to make away with, crush, to make an end of
- to help to take or conquer
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ταῖσ δὲ πάσαισ, ὥσ φασι, τεσσαράκοντα τοὺσ πολεμίουσ συνεῖλε καὶ Λιβύην ἐχειρώσατο καὶ διῄτησε τὰ τῶν βασιλέων, ἔτοσ ἄγων ἐκεῖνο τέταρτον καὶ εἰκοστόν. (Plutarch, Pompey, chapter 12 5:2)
(플루타르코스, Pompey, chapter 12 5:2)
- " φησὶ δὲ καὶ Ιἑρώνυμοσ ὁ Ῥόδιοσ ἐν τῷ δευτέρῳ Τῶν σποράδην ὑπομνημάτων, ὅτι βουλόμενοσ δεῖξαι ῥᾴδιον εἶναι πλουτεῖν, φορᾶσ μελλούσησ ἐλαιῶν ἔσεσθαι, προνοήσασ ἐμισθώσατο τὰ ἐλαιουργεῖα καὶ πάμπλειστα συνεῖλε χρήματα. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. QALHS 5:6)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. QALHS 5:6)
- τῶν γὰρ Ἑλλήνων μεγάλαισ ἀσπίσι χρωμένων καὶ διὰ τοῦτο δυσκινήτων ὄντων, συνεῖλε τὰσ ἀσπίδασ καὶ κατεσκεύασε πέλτασ συμμέτρουσ, ἀμφοτέρων εὖ στοχασάμενοσ, τοῦ τε σκέπειν ἱκανῶσ τὰ σώματα καὶ τοῦ δύνασθαι τοὺσ χρωμένουσ ταῖσ πέλταισ διὰ τὴν κουφότητα παντελῶσ εὐκινήτουσ ὑπάρχειν. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 44 3:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 44 3:1)
유의어
-
to grasp or seize together
-
다지다
-
to help to take or conquer
파생어
- αἱρέω (잡다, 쥐다, 장악하다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다, )
- ἀπεξαιρέω (제거하다, 빼다, 치우다)
- ἀποπροαιρέω (to take away from, having taken some of)
- ἀφαιρέω (제거하다, 나누다, 떼다)
- διαιρέω (열다, 자르다, 부수다)
- ἐξαιρέω (제외하다, 빼다, 꺼내다)
- ἐξαφαιρέω (to take right away)
- καθαιρέω (잡다, 빼앗다, 받다)
- μεθαιρέω (to catch in turn)
- παραιρέω (제거하다, 빼앗다, 치우다)
- περιαιρέω (빼앗다, 제거하다, 가져가다)
- προαιρέω (낳다, 가져오다, 생산하다)
- προαναιρέω (to take away before, to refute by anticipation)
- προεξαιρέω (to take out before, to be deprived of before)
- προσαιρέομαι (to choose for oneself, to take for one's companion or ally, to choose in addition to)
- προυφαιρέω (얻다, 획득하다, ~주변을 돌아다니다)
- συγκαθαιρέω (수행하다, ~와 비교하다, 성취하다)
- συναναιρέω (to destroy together with, to destroy altogether or utterly, to give the same answer)
- συναφαιρέω (to take away together, to assist in rescuing)
- συνεξαιρέω (to take out together, to help in removing, to take away also)
- ὑπεξαιρέω (제외하다, 제쳐놓다, 떼어내 놓다)
- ὑφαιρέω (쫓아내다, 잘라버리다, 닳다)