헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατεργάζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατεργάζομαι συγκατεργάσομαι συγκατείργασμαι

형태분석: συγκατεργάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to help or assist, in accomplishing, to cooperate with
  2. to help to conquer
  3. to join in murdering

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεργάζομαι

συγκατεργάζει, συγκατεργάζῃ

συγκατεργάζεται

쌍수 συγκατεργάζεσθον

συγκατεργάζεσθον

복수 συγκατεργαζόμεθα

συγκατεργάζεσθε

συγκατεργάζονται

접속법단수 συγκατεργάζωμαι

συγκατεργάζῃ

συγκατεργάζηται

쌍수 συγκατεργάζησθον

συγκατεργάζησθον

복수 συγκατεργαζώμεθα

συγκατεργάζησθε

συγκατεργάζωνται

기원법단수 συγκατεργαζοίμην

συγκατεργάζοιο

συγκατεργάζοιτο

쌍수 συγκατεργάζοισθον

συγκατεργαζοίσθην

복수 συγκατεργαζοίμεθα

συγκατεργάζοισθε

συγκατεργάζοιντο

명령법단수 συγκατεργάζου

συγκατεργαζέσθω

쌍수 συγκατεργάζεσθον

συγκατεργαζέσθων

복수 συγκατεργάζεσθε

συγκατεργαζέσθων, συγκατεργαζέσθωσαν

부정사 συγκατεργάζεσθαι

분사 남성여성중성
συγκατεργαζομενος

συγκατεργαζομενου

συγκατεργαζομενη

συγκατεργαζομενης

συγκατεργαζομενον

συγκατεργαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

완료(Perfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ’ ἐπιμελέστερον τεθαλαττωμένοι οἶνοι ἀκραίπαλοὶ τέ εἰσι καὶ κοιλίασ λύουσιν ἐπιδάκνουσὶ τε τὸν στόμαχον ἐμφυσήσεισ τε ἐνεργάζονται καὶ συγκατεργάζονται τὴν τροφήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:3)

  • τύραννοσ γὰρ ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται· (Herodotus, The Histories, book 8, chapter 142 6:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 8, chapter 142 6:2)

유의어

  1. to help or assist

  2. to help to conquer

  3. to join in murdering

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION