Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπεριτρέχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπεριτρέχω συμπεριδραμοῦμαι

Structure: συμ (Prefix) + περι (Prefix) + τρέχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run round together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριτρέχω συμπεριτρέχεις συμπεριτρέχει
Dual συμπεριτρέχετον συμπεριτρέχετον
Plural συμπεριτρέχομεν συμπεριτρέχετε συμπεριτρέχουσιν*
SubjunctiveSingular συμπεριτρέχω συμπεριτρέχῃς συμπεριτρέχῃ
Dual συμπεριτρέχητον συμπεριτρέχητον
Plural συμπεριτρέχωμεν συμπεριτρέχητε συμπεριτρέχωσιν*
OptativeSingular συμπεριτρέχοιμι συμπεριτρέχοις συμπεριτρέχοι
Dual συμπεριτρέχοιτον συμπεριτρεχοίτην
Plural συμπεριτρέχοιμεν συμπεριτρέχοιτε συμπεριτρέχοιεν
ImperativeSingular συμπεριτρέχε συμπεριτρεχέτω
Dual συμπεριτρέχετον συμπεριτρεχέτων
Plural συμπεριτρέχετε συμπεριτρεχόντων, συμπεριτρεχέτωσαν
Infinitive συμπεριτρέχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριτρεχων συμπεριτρεχοντος συμπεριτρεχουσα συμπεριτρεχουσης συμπεριτρεχον συμπεριτρεχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριτρέχομαι συμπεριτρέχει, συμπεριτρέχῃ συμπεριτρέχεται
Dual συμπεριτρέχεσθον συμπεριτρέχεσθον
Plural συμπεριτρεχόμεθα συμπεριτρέχεσθε συμπεριτρέχονται
SubjunctiveSingular συμπεριτρέχωμαι συμπεριτρέχῃ συμπεριτρέχηται
Dual συμπεριτρέχησθον συμπεριτρέχησθον
Plural συμπεριτρεχώμεθα συμπεριτρέχησθε συμπεριτρέχωνται
OptativeSingular συμπεριτρεχοίμην συμπεριτρέχοιο συμπεριτρέχοιτο
Dual συμπεριτρέχοισθον συμπεριτρεχοίσθην
Plural συμπεριτρεχοίμεθα συμπεριτρέχοισθε συμπεριτρέχοιντο
ImperativeSingular συμπεριτρέχου συμπεριτρεχέσθω
Dual συμπεριτρέχεσθον συμπεριτρεχέσθων
Plural συμπεριτρέχεσθε συμπεριτρεχέσθων, συμπεριτρεχέσθωσαν
Infinitive συμπεριτρέχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριτρεχομενος συμπεριτρεχομενου συμπεριτρεχομενη συμπεριτρεχομενης συμπεριτρεχομενον συμπεριτρεχομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to run round together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION