헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμβουλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμβουλεύω συμβουλεύσω

형태분석: συμ (접두사) + βουλεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 충고하다, 조언하다, 경고하다, 권하다
  2. 추천하다, 권하다, 위로하다
  3. 충고하다, 조언하다, 경고하다, 권하다
  4. 묻다, 신중히 생각하다, 상의하다, 청하다, 질문하다, 물어보다
  1. to advise, counsel, to advise
  2. to recommend, the advice given
  3. to advise, give advice, an adviser
  4. to consult with, ask, advice, to consult, deliberate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβουλεύω

(나는) 충고한다

συμβουλεύεις

(너는) 충고한다

συμβουλεύει

(그는) 충고한다

쌍수 συμβουλεύετον

(너희 둘은) 충고한다

συμβουλεύετον

(그 둘은) 충고한다

복수 συμβουλεύομεν

(우리는) 충고한다

συμβουλεύετε

(너희는) 충고한다

συμβουλεύουσιν*

(그들은) 충고한다

접속법단수 συμβουλεύω

(나는) 충고하자

συμβουλεύῃς

(너는) 충고하자

συμβουλεύῃ

(그는) 충고하자

쌍수 συμβουλεύητον

(너희 둘은) 충고하자

συμβουλεύητον

(그 둘은) 충고하자

복수 συμβουλεύωμεν

(우리는) 충고하자

συμβουλεύητε

(너희는) 충고하자

συμβουλεύωσιν*

(그들은) 충고하자

기원법단수 συμβουλεύοιμι

(나는) 충고하기를 (바라다)

συμβουλεύοις

(너는) 충고하기를 (바라다)

συμβουλεύοι

(그는) 충고하기를 (바라다)

쌍수 συμβουλεύοιτον

(너희 둘은) 충고하기를 (바라다)

συμβουλευοίτην

(그 둘은) 충고하기를 (바라다)

복수 συμβουλεύοιμεν

(우리는) 충고하기를 (바라다)

συμβουλεύοιτε

(너희는) 충고하기를 (바라다)

συμβουλεύοιεν

(그들은) 충고하기를 (바라다)

명령법단수 συμβούλευε

(너는) 충고해라

συμβουλευέτω

(그는) 충고해라

쌍수 συμβουλεύετον

(너희 둘은) 충고해라

συμβουλευέτων

(그 둘은) 충고해라

복수 συμβουλεύετε

(너희는) 충고해라

συμβουλευόντων, συμβουλευέτωσαν

(그들은) 충고해라

부정사 συμβουλεύειν

충고하는 것

분사 남성여성중성
συμβουλευων

συμβουλευοντος

συμβουλευουσα

συμβουλευουσης

συμβουλευον

συμβουλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβουλεύομαι

(나는) 충고된다

συμβουλεύει, συμβουλεύῃ

(너는) 충고된다

συμβουλεύεται

(그는) 충고된다

쌍수 συμβουλεύεσθον

(너희 둘은) 충고된다

συμβουλεύεσθον

(그 둘은) 충고된다

복수 συμβουλευόμεθα

(우리는) 충고된다

συμβουλεύεσθε

(너희는) 충고된다

συμβουλεύονται

(그들은) 충고된다

접속법단수 συμβουλεύωμαι

(나는) 충고되자

συμβουλεύῃ

(너는) 충고되자

συμβουλεύηται

(그는) 충고되자

쌍수 συμβουλεύησθον

(너희 둘은) 충고되자

συμβουλεύησθον

(그 둘은) 충고되자

복수 συμβουλευώμεθα

(우리는) 충고되자

συμβουλεύησθε

(너희는) 충고되자

συμβουλεύωνται

(그들은) 충고되자

기원법단수 συμβουλευοίμην

(나는) 충고되기를 (바라다)

συμβουλεύοιο

(너는) 충고되기를 (바라다)

συμβουλεύοιτο

(그는) 충고되기를 (바라다)

쌍수 συμβουλεύοισθον

(너희 둘은) 충고되기를 (바라다)

συμβουλευοίσθην

(그 둘은) 충고되기를 (바라다)

복수 συμβουλευοίμεθα

(우리는) 충고되기를 (바라다)

συμβουλεύοισθε

(너희는) 충고되기를 (바라다)

συμβουλεύοιντο

(그들은) 충고되기를 (바라다)

명령법단수 συμβουλεύου

(너는) 충고되어라

συμβουλευέσθω

(그는) 충고되어라

쌍수 συμβουλεύεσθον

(너희 둘은) 충고되어라

συμβουλευέσθων

(그 둘은) 충고되어라

복수 συμβουλεύεσθε

(너희는) 충고되어라

συμβουλευέσθων, συμβουλευέσθωσαν

(그들은) 충고되어라

부정사 συμβουλεύεσθαι

충고되는 것

분사 남성여성중성
συμβουλευομενος

συμβουλευομενου

συμβουλευομενη

συμβουλευομενης

συμβουλευομενον

συμβουλευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβουλεύσω

(나는) 충고하겠다

συμβουλεύσεις

(너는) 충고하겠다

συμβουλεύσει

(그는) 충고하겠다

쌍수 συμβουλεύσετον

(너희 둘은) 충고하겠다

συμβουλεύσετον

(그 둘은) 충고하겠다

복수 συμβουλεύσομεν

(우리는) 충고하겠다

συμβουλεύσετε

(너희는) 충고하겠다

συμβουλεύσουσιν*

(그들은) 충고하겠다

기원법단수 συμβουλεύσοιμι

(나는) 충고하겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοις

(너는) 충고하겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοι

(그는) 충고하겠기를 (바라다)

쌍수 συμβουλεύσοιτον

(너희 둘은) 충고하겠기를 (바라다)

συμβουλευσοίτην

(그 둘은) 충고하겠기를 (바라다)

복수 συμβουλεύσοιμεν

(우리는) 충고하겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοιτε

(너희는) 충고하겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοιεν

(그들은) 충고하겠기를 (바라다)

부정사 συμβουλεύσειν

충고할 것

분사 남성여성중성
συμβουλευσων

συμβουλευσοντος

συμβουλευσουσα

συμβουλευσουσης

συμβουλευσον

συμβουλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβουλεύσομαι

(나는) 충고되겠다

συμβουλεύσει, συμβουλεύσῃ

(너는) 충고되겠다

συμβουλεύσεται

(그는) 충고되겠다

쌍수 συμβουλεύσεσθον

(너희 둘은) 충고되겠다

συμβουλεύσεσθον

(그 둘은) 충고되겠다

복수 συμβουλευσόμεθα

(우리는) 충고되겠다

συμβουλεύσεσθε

(너희는) 충고되겠다

συμβουλεύσονται

(그들은) 충고되겠다

기원법단수 συμβουλευσοίμην

(나는) 충고되겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοιο

(너는) 충고되겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοιτο

(그는) 충고되겠기를 (바라다)

쌍수 συμβουλεύσοισθον

(너희 둘은) 충고되겠기를 (바라다)

συμβουλευσοίσθην

(그 둘은) 충고되겠기를 (바라다)

복수 συμβουλευσοίμεθα

(우리는) 충고되겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοισθε

(너희는) 충고되겠기를 (바라다)

συμβουλεύσοιντο

(그들은) 충고되겠기를 (바라다)

부정사 συμβουλεύσεσθαι

충고될 것

분사 남성여성중성
συμβουλευσομενος

συμβουλευσομενου

συμβουλευσομενη

συμβουλευσομενης

συμβουλευσομενον

συμβουλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεβούλευον

(나는) 충고하고 있었다

συνεβούλευες

(너는) 충고하고 있었다

συνεβούλευεν*

(그는) 충고하고 있었다

쌍수 συνεβουλεύετον

(너희 둘은) 충고하고 있었다

συνεβουλευέτην

(그 둘은) 충고하고 있었다

복수 συνεβουλεύομεν

(우리는) 충고하고 있었다

συνεβουλεύετε

(너희는) 충고하고 있었다

συνεβούλευον

(그들은) 충고하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεβουλευόμην

(나는) 충고되고 있었다

συνεβουλεύου

(너는) 충고되고 있었다

συνεβουλεύετο

(그는) 충고되고 있었다

쌍수 συνεβουλεύεσθον

(너희 둘은) 충고되고 있었다

συνεβουλευέσθην

(그 둘은) 충고되고 있었다

복수 συνεβουλευόμεθα

(우리는) 충고되고 있었다

συνεβουλεύεσθε

(너희는) 충고되고 있었다

συνεβουλεύοντο

(그들은) 충고되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταὐτὸν δὴ καὶ πόλει, εἴτε αὐτῆσ εἷσ εἰή κύριοσ εἴτε καὶ πλείουσ, εἰ μὲν κατὰ τρόπον ὀρθῇ πορευομένησ ὁδῷ τῆσ πολιτείασ συμβουλεύοιτό τι τῶν προσφόρων, νοῦν ἔχοντοσ τὸ τοῖσ τοιούτοισ συμβουλεύειν· (Plato, Epistles, Letter 7 48:2)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 48:2)

유의어

  1. 충고하다

  2. 충고하다

  3. 묻다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION