헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σταυρός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σταυρός σταυροῦ

형태분석: σταυρ (어간) + ος (어미)

어원: sth=nai

  1. 말뚝, 막대기, 더미
  2. 십자가상, 십자가
  1. upright stake or pile
  2. crucifix

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σταυρός

말뚝이

σταυρώ

말뚝들이

σταυροί

말뚝들이

속격 σταυροῦ

말뚝의

σταυροῖν

말뚝들의

σταυρῶν

말뚝들의

여격 σταυρῷ

말뚝에게

σταυροῖν

말뚝들에게

σταυροῖς

말뚝들에게

대격 σταυρόν

말뚝을

σταυρώ

말뚝들을

σταυρούς

말뚝들을

호격 σταυρέ

말뚝아

σταυρώ

말뚝들아

σταυροί

말뚝들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπόξυροί τε γὰρ αἱ πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι πανταχόθεν, ἠρέμα ἐπινενευκυῖαι, καὶ τῷ ποδὶ στενὴν ταύτην ὁ κρημνὸσ ἔχει τὴν ἐπίβασιν, ὡσ ἀκροποδητὶ μόλισ ἑστάναι, καὶ ὅλωσ ἐπικαιρότατοσ ἂν ὁ σταυρὸσ γένοιτο. (Lucian, Prometheus, (no name) 1:6)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 1:6)

  • ὁ μὲν γὰρ ἀντικωμῳδῶν τὸν Ἀλκαῖον τῷ ἐλεγείῳ παρέβαλεν αφλοιοσ καὶ ἄφυλλοσ, ὁδοιπόρε, τῷδ’ ἐπὶ νώτῳ Ἀλκαίῳ σταυρὸσ πήγνυται ἠλίβατοσ· (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 9 3:2)

    (플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 9 3:2)

  • τοῦ Μακεδόνων βασιλέωσ Ἄφλοιοσ καὶ ἄφυλλοσ, ὁδοίπορε, τῷδ’ ἐπὶ νώτῳ Ἀλκαίῳ σταυρὸσ πήγνυται ἡλίβατοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 26b1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 26b1)

  • εἰ γὰρ σταυρωθῆναι θέλεισ, ἔκδεξαι καὶ ἥξει ὁ σταυρόσ· (Epictetus, Works, book 2, 20:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 20:1)

  • οὐ γὰρ ἀπέστειλέν με Χριστὸσ βαπτίζειν ἀλλὰ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸσ τοῦ χριστοῦ. (PROS KORINQIOUS A, chapter 1 20:1)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 1 20:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION