σιτοποιός
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σιτοποιός
σιτοποιοῦ
형태분석:
σιτοποι
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- of grinding and baking
- one that ground the corn in the handmill, a baking-woman
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- νῦν δὲ τούσ τε θυρωροὺσ καὶ τοὺσ σιτοποιοὺσ καὶ τοὺσ ὀψοποιοὺσ καὶ οἰνοχόουσ καὶ λουτροχόουσ καὶ παρατιθέντασ καὶ ἀναιροῦντασ καὶ κατακοιμίζοντασ καὶ ἀνιστάντασ, καὶ τοὺσ κοσμητάσ, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺσ καὶ τἆλλα ῥυθμίζουσι, τούτουσ πάντασ ἱππέασ οἱ δυνάσται πεποιήκασιν, ὅπωσ μισθοφορῶσιν αὐτοῖσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 8 29:3)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 8 29:3)
- καὶ τοὺσ μὲν ἄλλουσ οὐδὲ προσειπόντασ ἀντιπροσείποιεν ἂν εὐμενῶσ, τοὺσ δὲ τῶν πλουσίων ὀψοποιοὺσ καὶ σιτοποιοὺσ καὶ τοὺσ ἐν ταῖσ ἄλλαισ τάξεσι πόρρωθεν εὐθὺσ ἀσπάζονται, πρὶν εὖ καὶ καλῶσ ὀφθῆναι, ὥσπερ τούτου χάριν ἐξ εὐνῆσ ἀναστάντεσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 193:4)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 193:4)
- καὶ τὰσ θυγατέρασ δ’ ὑμῶν μυρεψοὺσ ἀποφανοῦσι καὶ ὀψοποιοὺσ καὶ σιτοποιούσ, καὶ πᾶν ἔργον ὃ θεραπαινίδεσ ἐξ ἀνάγκησ πληγὰσ φοβούμεναι καὶ βασάνουσ ὑπηρετήσουσι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 56:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 56:1)
유의어
-
of grinding and baking