Ancient Greek-English Dictionary Language

σφυρήλατος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σφυρήλατος σφυρήλατον

Structure: σφυρηλατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)lau/nw

Sense

  1. wrought with the hammer, beaten out, cast
  2. wrought as of iron, rigid

Examples

  • θαυμάσαντεσ τῆσ λέξεωσ τὸ εὐόγκον καὶ τὸ λιτόν, ἐν βραχεῖ σφυρήλατον νοῦν περιεχούσησ. (Plutarch, De garrulitate, section 17 4:1)
  • θαυμάσαντεσ τῆσ λέξεωσ τὸ εὐόγκον καὶ τὸ λιτόν, ἐν βραχεῖ σφυρήλατον νοῦν περιεχούσησ. (Plutarch, De garrulitate, section 17 9:1)
  • "ὥστε ταυτὶ μὲν τὰ προγεγραμμένα τῶν σοφῶν τό γνῶθι σαυτόν καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἀποδέχεσθε καὶ θαυμάζειν οὐχ ἣκιστα διὰ τὴν βραχυλογίαν ὡσ πυκνὸν καὶ σφυρήλατον νοῦν ἐν ὀλίγῳ περιέχουσαν ὄγκῳ, τοὺσ δὲ χρησμοὺσ ὅτι συντόμωσ καὶ ἁπλῶσ καὶ δι’ εὐθείασ τὰ πλεῖστα φράζουσιν αἰτιᾶσθε. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 295)
  • ὅταν οὖν ἐλαφρὸσ ὢν καὶ ἐπίτηκτοσ καὶ ἀπατηλὸσ ἐγγύθεν ἀντεξετάζηται πρὸσ ἀληθινὴν καὶ ἐμβριθῆ φιλίαν καὶ σφυρήλατον, οὐκ ἀναφέρων ἀλλ’ ἐξελεγχόμενοσ ταὐτὸ ποιεῖ τῷ ζῳγραφήσαντι τοὺσ ἀλεκτρυόνασ ἀθλίωσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 24 4:2)
  • Ἑσπερῖται τετράμετρον Ἀρχιλόχειον ἐκ δολίχου τόνδε σφυρήλατον, ὡσ τάχει κρατήσασ, Πᾶισ Ἀριστομάχειοσ ἀνείλετο χάλκεον λέβητα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 13, chapter 81)

Synonyms

  1. wrought with the hammer

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION