- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σάγμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: sagma 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σάγμα σάγματος

형태분석: σαγματ (어간)

어원: σάττω

  1. 덮개, 잎집, 톱, 뚜껑
  2. 더미, 나무더미
  1. covering: the covering of a shield, a large cloak
  2. a pack-saddle
  3. a pile

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σάγμα

덮개가

σάγματε

덮개들이

σάγματα

덮개들이

속격 σάγματος

덮개의

σαγμάτοιν

덮개들의

σαγμάτων

덮개들의

여격 σάγματι

덮개에게

σαγμάτοιν

덮개들에게

σάγμασι(ν)

덮개들에게

대격 σάγμα

덮개를

σάγματε

덮개들을

σάγματα

덮개들을

호격 σάγμα

덮개야

σάγματε

덮개들아

σάγματα

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ραχὴλ δὲ ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ ἐπεκάθισεν αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Genesis 31:34)

    (70인역 성경, 창세기 31:34)

  • τίς Γοργόν ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος· (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 2 1:4)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 2 1:4)

  • ἀτὰρ δοκεῖ γέ μοι ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι. (Aristophanes, Wasps, Episode19)

    (아리스토파네스, Wasps, Episode19)

  • οἱ μὲν οὖν τολμῶντες εὑρέθησαν, ὧν Αἰσχύλος προειστήκει καὶ Χαριμένης ὁ μάντις ξίφη δὲ οὐκ εἶχον, ἀλλ ἀπείρητο κεκτῆσθαι καὶ ζημίαι μεγάλαι τοῖς κεκτημένοις ἐπῆσαν ὑπὸ τοῦ τυράννου, κατασκευάσας οὖν ὁ Ἄρατος αὐτοῖς ἐν Κορίνθῳ μικρὰς παραξιφίδας ἐνέρραψεν εἰς σάγματα: (Plutarch, Aratus, chapter 25 2:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 25 2:1)

  • βήματος δὲ οὐκ ὄντος οὐδὲ τοῦ στρατιωτικοῦ γενέσθαι φθάσαντος ὃ ποιοῦσιν αὐτοὶ τῆς γῆς ἐκτομὰς βαθείας λαμβάνοντες καὶ κατ ἀλλήλων συντιθέντες, ὑπὸ τῆς τότε σπουδῆς καὶ προθυμίας τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων συμφορήσαντες ὕψος ἐξῆραν: (Plutarch, Pompey, chapter 41 4:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 41 4:2)

  • αὐτόν τε τὸν Μιθριδάτην οἱ καταλαμβάνοντες, ἡμίονόν τινα τῶν χρυσοφόρων ἐς τὸ σάγμα πατάξαντες, προπεσόντος τοῦ χρυσίου περὶ τόδε γενόμενοι διαφυγεῖν ἐς Κόμανα περιεῖδον: (Appian, The Foreign Wars, chapter 12 4:3)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 12 4:3)

유의어

  1. 덮개

  2. a pack-saddle

  3. 더미

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION