헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σώρευμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σώρευμα σώρευματος

형태분석: σωρευματ (어간)

어원: from swreu/w

  1. 더미, 덩어리, 무더기
  1. a heap, pile

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σώρευμα

더미가

σωρεύματε

더미들이

σωρεύματα

더미들이

속격 σωρεύματος

더미의

σωρευμάτοιν

더미들의

σωρευμάτων

더미들의

여격 σωρεύματι

더미에게

σωρευμάτοιν

더미들에게

σωρεύμασιν*

더미들에게

대격 σώρευμα

더미를

σωρεύματε

더미들을

σωρεύματα

더미들을

호격 σώρευμα

더미야

σωρεύματε

더미들아

σωρεύματα

더미들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰπόντεσ οὖν περὶ ἐγγυθήκησ ἑξῆσ πάλιν μνησθησόμεθα φιλοδείπνων βασιλέων, ὁ γὰρ τῷ προειρημένῳ Ἀντιόχῳ ὁμώνυμοσ βασιλεύσ, Δημητρίου δ’ υἱόσ, ὡσ ἱστορεῖ Ποσειδώνιοσ, ὑποδοχὰσ ποιούμενοσ καθ’ ἡμέραν ὀχλικὰσ χωρὶσ τῶν ἀναλισκομένων σωρευμάτων ἑκάστῳ ἀποφέρειν ἐδίδου τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καὶ πτηνῶν καὶ θαλαττίων ζῴων ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα, ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 461)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 461)

  • ἐν αἷσ χωρὶσ τῶν ἀναλισκομένων καὶ ἐκφατνιζομένων σωρευμάτων ἕκαστοσ ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καὶ πτηνῶν καὶ θαλαττίων ζῴων ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα, ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 56 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 56 2:1)

  • "καὶ πνικτὰ Σικελὰ πατανίων σωρεύματα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 53 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 53 1:6)

  • ἐν δὲ τῷ ἀδιηγήτῳ τούτῳ ταράχῳ ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν ἐκπίπτει ὁ Ἀβραδάτασ καὶ ἄλλοι δὲ τῶν συνεισβαλόντων, καὶ οὗτοι μὲν ἐνταῦθα ἄνδρεσ ἀγαθοὶ γενόμενοι κατεκόπησαν καὶ ἀπέθανον· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 40:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 1 40:1)

유의어

  1. 더미

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION