Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥητορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥητορικός

Structure: ῥητορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(h/twr

Sense

  1. concerning public speaking or oration, rhetorical

Examples

  • ἐπεὶ δ’ ἐστὶν ὀλίγα μὲν τῶν ἀναγκαίων ἐξ ὧν οἱ ῥητορικοὶ συλλογισμοί εἰσι τὰ γὰρ πολλὰ περὶ ὧν αἱ κρίσεισ καὶ αἱ σκέψεισ ἐνδέχεται καὶ ἄλλωσ ἔχειν· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 2 14:1)
  • οὐδ’ αὖ ὅταν στρατηγῶν αἱρέσεωσ πέρι ἢ τάξεώσ τινοσ πρὸσ πολεμίουσ ἢ χωρίων καταλήψεωσ συμβουλὴ ᾖ, ἀλλ’ οἱ στρατηγικοὶ τότε συμβουλεύσουσιν, οἱ ῥητορικοὶ δὲ οὔ· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 50:5)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION