Ancient Greek-English Dictionary Language

ῥητορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ῥητορικός

Structure: ῥητορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: r(h/twr

Sense

  1. concerning public speaking or oration, rhetorical

Examples

  • καὶ τὰ μὲν ῥητορικά ἐστι τοιαῦτα, ὅτι πολλὰ ἀνῄρηκεν ἢ ὑπερβέβηκεν, οἱο͂ν ὁρ́κουσ, δεξιάσ, πίστεισ, ἐπιγαμίασ· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 14 5:4)
  • Ἀμμώνιοσ Ἀθήνησι στρατηγῶν ἀπόδειξιν ἔλαβεν ἐν τῷ Διογενείῳ τῶν γράμματα, καὶ γεωμετρίαν καὶ τὰ ῥητορικὰ καὶ μουσικὴν μανθανόντων, καὶ τοὺσ; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 1:1)
  • ἐν Ῥόδῳ τὰ ῥητορικὰ διασκούντων τῶν Ἀθηναίων τὰ φιλοσοφούμενα ἐδίδασκε· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, D, Kef. z'. BIWN 4:8)
  • Ἐνθυμήματα ῥητορικὰ α’. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. a'. ARISTOTELHS 23:28)
  • ὧν ἐστι τὰ μὲν ἱστορικά, τὰ δὲ πολιτικά, τὰ δὲ περὶ ποιητῶν, τὰ δὲ ῥητορικά, δημηγοριῶν τε καὶ πρεσβειῶν, ἀλλὰ μὴν καὶ λόγων Αἰσωπείων συναγωγαὶ καὶ ἄλλα πλείω. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. e'. DHMHTRIOS 6:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION