헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θορυβέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θορυβέω

형태분석: θορυβέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qo/rubos

  1. 응원하다, 박수치다, 소리치며 찬성하다
  2. 혼란에 빠뜨리다, 괴롭히다, 성가시게 하다, 고생시키다, 곤란하게 하다
  1. to make a noise or uproar
  2. the contrary
  3. to cheer, applaud
  4. to raise clamours against, to have clamours raised against one
  5. to confuse by noise or tumult, to trouble, throw into confusion, to be thrown into confusion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θορύβω

θορύβεις

θορύβει

쌍수 θορύβειτον

θορύβειτον

복수 θορύβουμεν

θορύβειτε

θορύβουσιν*

접속법단수 θορύβω

θορύβῃς

θορύβῃ

쌍수 θορύβητον

θορύβητον

복수 θορύβωμεν

θορύβητε

θορύβωσιν*

기원법단수 θορύβοιμι

θορύβοις

θορύβοι

쌍수 θορύβοιτον

θορυβοίτην

복수 θορύβοιμεν

θορύβοιτε

θορύβοιεν

명령법단수 θορῦβει

θορυβεῖτω

쌍수 θορύβειτον

θορυβεῖτων

복수 θορύβειτε

θορυβοῦντων, θορυβεῖτωσαν

부정사 θορύβειν

분사 남성여성중성
θορυβων

θορυβουντος

θορυβουσα

θορυβουσης

θορυβουν

θορυβουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θορύβουμαι

θορύβει, θορύβῃ

θορύβειται

쌍수 θορύβεισθον

θορύβεισθον

복수 θορυβοῦμεθα

θορύβεισθε

θορύβουνται

접속법단수 θορύβωμαι

θορύβῃ

θορύβηται

쌍수 θορύβησθον

θορύβησθον

복수 θορυβώμεθα

θορύβησθε

θορύβωνται

기원법단수 θορυβοίμην

θορύβοιο

θορύβοιτο

쌍수 θορύβοισθον

θορυβοίσθην

복수 θορυβοίμεθα

θορύβοισθε

θορύβοιντο

명령법단수 θορύβου

θορυβεῖσθω

쌍수 θορύβεισθον

θορυβεῖσθων

복수 θορύβεισθε

θορυβεῖσθων, θορυβεῖσθωσαν

부정사 θορύβεισθαι

분사 남성여성중성
θορυβουμενος

θορυβουμενου

θορυβουμενη

θορυβουμενης

θορυβουμενον

θορυβουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ συνήχθησαν πάντεσ ἄνδρεσ Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν εἰσ Ἱερουσαλὴμ εἰσ τὰσ τρεῖσ ἡμέρασ, οὗτοσ ὁ μὴν ὁ ἔνατοσ. ἐν εἰκάδι τοῦ μηνὸσ ἐκάθισε πᾶσ ὁ λαὸσ ἐν πλατείᾳ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ θορύβου αὐτῶν περὶ τοῦ ρήματοσ καὶ ἀπὸ τοῦ χειμῶνοσ. (Septuagint, Liber Esdrae II 10:9)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 10:9)

  • καί συντρίψει στήριγμα ἀνόμου καὶ οὐ μετὰ θορύβου οὐδὲ μετὰ σπουδῆσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 7:11)

    (70인역 성경, 에제키엘서 7:11)

  • βαβαὶ τοῦ θορύβου· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:7)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:7)

  • ἔγωγε ἡγοῦμαι τὸ ἡδὺ πρῶτον μὲν τὸ τῆσ σαρκὸσ ἀόχλητον, ἔπειτα τὸ μὴ θορύβου καὶ ταραχῆσ τὴν ψυχὴν ἐμπεπλῆσθαι. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:3)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:3)

  • τὰ δ’ ἄλλα ποικίλοσ εἶ καὶ θορύβου πλέωσ τὴν ψυχήν, πρὸσ ἕκαστα τῶν πραττομένων ἐκπεπληγμένοσ, καὶ ἄρτι μὲν εὐδαιμονίζεισ τὸν πλούσιον τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἐλέφαντοσ καὶ τῆσ τοσαύτησ τρυφῆσ, ἄρτι δὲ οἰκτείρεισ σεαυτόν, ὡσ τὸ μηδὲν ὢν εἶτα ζῆν ὑπολαμβάνεισ. (Lucian, De mercede, (no name) 16:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 16:1)

유의어

  1. to make a noise or uproar

  2. the contrary

  3. 응원하다

  4. to raise clamours against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION