헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θερμαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θερμαίνω

형태분석: θερμαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: qermo/s

  1. 가열하다, 덥히다, 뜨겁게 하다, 완전히 덥히다, 따뜻하게 하다
  2. 가지다, 가열하다, 먹다, 덥히다, 소유하다, 쥐다
  1. to warm, heat, to be heated, grow hot
  2. to heat, to cherish hot feelings, to glow, to have, warm

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θερμαίνω

(나는) 가열한다

θερμαίνεις

(너는) 가열한다

θερμαίνει

(그는) 가열한다

쌍수 θερμαίνετον

(너희 둘은) 가열한다

θερμαίνετον

(그 둘은) 가열한다

복수 θερμαίνομεν

(우리는) 가열한다

θερμαίνετε

(너희는) 가열한다

θερμαίνουσιν*

(그들은) 가열한다

접속법단수 θερμαίνω

(나는) 가열하자

θερμαίνῃς

(너는) 가열하자

θερμαίνῃ

(그는) 가열하자

쌍수 θερμαίνητον

(너희 둘은) 가열하자

θερμαίνητον

(그 둘은) 가열하자

복수 θερμαίνωμεν

(우리는) 가열하자

θερμαίνητε

(너희는) 가열하자

θερμαίνωσιν*

(그들은) 가열하자

기원법단수 θερμαίνοιμι

(나는) 가열하기를 (바라다)

θερμαίνοις

(너는) 가열하기를 (바라다)

θερμαίνοι

(그는) 가열하기를 (바라다)

쌍수 θερμαίνοιτον

(너희 둘은) 가열하기를 (바라다)

θερμαινοίτην

(그 둘은) 가열하기를 (바라다)

복수 θερμαίνοιμεν

(우리는) 가열하기를 (바라다)

θερμαίνοιτε

(너희는) 가열하기를 (바라다)

θερμαίνοιεν

(그들은) 가열하기를 (바라다)

명령법단수 θέρμαινε

(너는) 가열해라

θερμαινέτω

(그는) 가열해라

쌍수 θερμαίνετον

(너희 둘은) 가열해라

θερμαινέτων

(그 둘은) 가열해라

복수 θερμαίνετε

(너희는) 가열해라

θερμαινόντων, θερμαινέτωσαν

(그들은) 가열해라

부정사 θερμαίνειν

가열하는 것

분사 남성여성중성
θερμαινων

θερμαινοντος

θερμαινουσα

θερμαινουσης

θερμαινον

θερμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θερμαίνομαι

(나는) 가열된다

θερμαίνει, θερμαίνῃ

(너는) 가열된다

θερμαίνεται

(그는) 가열된다

쌍수 θερμαίνεσθον

(너희 둘은) 가열된다

θερμαίνεσθον

(그 둘은) 가열된다

복수 θερμαινόμεθα

(우리는) 가열된다

θερμαίνεσθε

(너희는) 가열된다

θερμαίνονται

(그들은) 가열된다

접속법단수 θερμαίνωμαι

(나는) 가열되자

θερμαίνῃ

(너는) 가열되자

θερμαίνηται

(그는) 가열되자

쌍수 θερμαίνησθον

(너희 둘은) 가열되자

θερμαίνησθον

(그 둘은) 가열되자

복수 θερμαινώμεθα

(우리는) 가열되자

θερμαίνησθε

(너희는) 가열되자

θερμαίνωνται

(그들은) 가열되자

기원법단수 θερμαινοίμην

(나는) 가열되기를 (바라다)

θερμαίνοιο

(너는) 가열되기를 (바라다)

θερμαίνοιτο

(그는) 가열되기를 (바라다)

쌍수 θερμαίνοισθον

(너희 둘은) 가열되기를 (바라다)

θερμαινοίσθην

(그 둘은) 가열되기를 (바라다)

복수 θερμαινοίμεθα

(우리는) 가열되기를 (바라다)

θερμαίνοισθε

(너희는) 가열되기를 (바라다)

θερμαίνοιντο

(그들은) 가열되기를 (바라다)

명령법단수 θερμαίνου

(너는) 가열되어라

θερμαινέσθω

(그는) 가열되어라

쌍수 θερμαίνεσθον

(너희 둘은) 가열되어라

θερμαινέσθων

(그 둘은) 가열되어라

복수 θερμαίνεσθε

(너희는) 가열되어라

θερμαινέσθων, θερμαινέσθωσαν

(그들은) 가열되어라

부정사 θερμαίνεσθαι

가열되는 것

분사 남성여성중성
θερμαινομενος

θερμαινομενου

θερμαινομενη

θερμαινομενης

θερμαινομενον

θερμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθέρμαινον

(나는) 가열하고 있었다

ἐθέρμαινες

(너는) 가열하고 있었다

ἐθέρμαινεν*

(그는) 가열하고 있었다

쌍수 ἐθερμαίνετον

(너희 둘은) 가열하고 있었다

ἐθερμαινέτην

(그 둘은) 가열하고 있었다

복수 ἐθερμαίνομεν

(우리는) 가열하고 있었다

ἐθερμαίνετε

(너희는) 가열하고 있었다

ἐθέρμαινον

(그들은) 가열하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθερμαινόμην

(나는) 가열되고 있었다

ἐθερμαίνου

(너는) 가열되고 있었다

ἐθερμαίνετο

(그는) 가열되고 있었다

쌍수 ἐθερμαίνεσθον

(너희 둘은) 가열되고 있었다

ἐθερμαινέσθην

(그 둘은) 가열되고 있었다

복수 ἐθερμαινόμεθα

(우리는) 가열되고 있었다

ἐθερμαίνεσθε

(너희는) 가열되고 있었다

ἐθερμαίνοντο

(그들은) 가열되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὁκόταν δὲ ἐμβάλῃσ, ἐπιδεῖν δεῖ ὀθονίοισιν ὡσ τάχιστα, λεπτοτάτοισι, κεκηρωμένοισι κηρωτῇ μήτε λίην μαλακῇ μήτε λίην σκληρῇ, ἀλλὰ μετρίωσ ἐχούσῃ‧ ἡ μὲν γὰρ σκληρὴ ἀφέστηκεν ἀπὸ τοῦ δακτύλου, ἡ δὲ ἁπαλὴ καὶ ὑγρὴ διατήκεται καὶ ἀπόλλυται, θερμαινομένου τοῦ δακτύλου‧ λύειν δὲ ἄρθρον δακτύλου τριταῖον ἢ τεταρταῖον‧ τὸ δὲ ὅλον, ἢν μὲν φλεγμήνῃ, πυκνότερον λύειν, ἢν δὲ μὴ, ἀραιότερον‧ κατὰ πάντων δὲ τῶν ἄρθρων ταῦτα λέγω. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 80.9)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 80.9)

유의어

  1. 가열하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION