Ancient Greek-English Dictionary Language

πύκνωμα

Third declension Noun; Neuter Transliteration:

Principal Part: πύκνωμα πύκνωματος

Structure: πυκνωματ (Stem)

Etym.: from pukno/w

Sense

  1. close order or array
  2. combined notes, recurrent notes

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ γὰρ ἡ τάξισ θαυμαστῶσ ἠγαπᾶτο ἄθραυστόν τι λαμβάνειν πύκνωμα δοκοῦσα, καὶ τὰ ὅπλα τοῖσ σώμασιν ἐγίνετο χειροήθη καὶ κοῦφα, μεθ’ ἡδονῆσ διὰ λαμπρότητα καὶ κάλλοσ ἁπτομένων καὶ φορούντων, ἐναγωνίσασθαί τε βουλομένων καὶ διακριθῆναι τάχιστα πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ. (Plutarch, Philopoemen, chapter 9 8:1)
  • Ἐπίκουροσ γήινον πύκνωμα κισηροειδῶσ καὶ σπογγοειδῶσ ταῖσ κατατρήσεσιν ὑπὸ τοῦ πυρὸσ ἀνημμένον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 2, 9:1)
  • ἔνιοι πύκνωμα τῶν ἀοράτωσ ἐπερχομένων τῷ δίσκῳ νεφῶν. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 2, 5:1)
  • οὐ γὰρ οἱο͂́ν τε τὸ πύκνωμα τῆσ συνεχοῦσ τῶν ὅλων περιοδείασ εἰδέναι μὴ δυνάμενον διὰ βραχεῶν φωνῶν ἅπαν ἐμπεριλαβεῖν ἐν αὑτῷ τὸ καὶ κατὰ μέροσ ἂν ἐξακριβωθέν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 36:3)
  • καὶ ἣν ἂν λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶσ τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖσ αἰσθητηρίοισ εἴτε μορφῆσ εἴτε συμβεβηκότων, μορφή ἐστιν αὕτη τοῦ στερεμνίου, γινομένη κατὰ τὸ ἑξῆσ πύκνωμα ἢ ἐγκατάλειμμα τοῦ εἰδώλου· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 50:1)

Synonyms

  1. close order or array

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION