헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πυκνόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πυκνόω πυκνώσω

형태분석: πυκνό (어간) + ω (인칭어미)

어원: pukno/s

  1. 닫다, 감다, 감기다, 덮다, 폐쇄하다, 합치다
  1. to make close or solid, to pack close, to close, and concentrate your thoughts, to be compressed
  2. to be thickly covered

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυκνῶ

(나는) 닫는다

πυκνοῖς

(너는) 닫는다

πυκνοῖ

(그는) 닫는다

쌍수 πυκνοῦτον

(너희 둘은) 닫는다

πυκνοῦτον

(그 둘은) 닫는다

복수 πυκνοῦμεν

(우리는) 닫는다

πυκνοῦτε

(너희는) 닫는다

πυκνοῦσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 πυκνῶ

(나는) 닫자

πυκνοῖς

(너는) 닫자

πυκνοῖ

(그는) 닫자

쌍수 πυκνῶτον

(너희 둘은) 닫자

πυκνῶτον

(그 둘은) 닫자

복수 πυκνῶμεν

(우리는) 닫자

πυκνῶτε

(너희는) 닫자

πυκνῶσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 πυκνοῖμι

(나는) 닫기를 (바라다)

πυκνοῖς

(너는) 닫기를 (바라다)

πυκνοῖ

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 πυκνοῖτον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

πυκνοίτην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 πυκνοῖμεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

πυκνοῖτε

(너희는) 닫기를 (바라다)

πυκνοῖεν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 πύκνου

(너는) 닫아라

πυκνούτω

(그는) 닫아라

쌍수 πυκνοῦτον

(너희 둘은) 닫아라

πυκνούτων

(그 둘은) 닫아라

복수 πυκνοῦτε

(너희는) 닫아라

πυκνούντων, πυκνούτωσαν

(그들은) 닫아라

부정사 πυκνοῦν

닫는 것

분사 남성여성중성
πυκνων

πυκνουντος

πυκνουσα

πυκνουσης

πυκνουν

πυκνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυκνοῦμαι

(나는) 닫힌다

πυκνοῖ

(너는) 닫힌다

πυκνοῦται

(그는) 닫힌다

쌍수 πυκνοῦσθον

(너희 둘은) 닫힌다

πυκνοῦσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 πυκνούμεθα

(우리는) 닫힌다

πυκνοῦσθε

(너희는) 닫힌다

πυκνοῦνται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 πυκνῶμαι

(나는) 닫히자

πυκνοῖ

(너는) 닫히자

πυκνῶται

(그는) 닫히자

쌍수 πυκνῶσθον

(너희 둘은) 닫히자

πυκνῶσθον

(그 둘은) 닫히자

복수 πυκνώμεθα

(우리는) 닫히자

πυκνῶσθε

(너희는) 닫히자

πυκνῶνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 πυκνοίμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

πυκνοῖο

(너는) 닫히기를 (바라다)

πυκνοῖτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 πυκνοῖσθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

πυκνοίσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 πυκνοίμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

πυκνοῖσθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

πυκνοῖντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 πυκνοῦ

(너는) 닫혀라

πυκνούσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 πυκνοῦσθον

(너희 둘은) 닫혀라

πυκνούσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 πυκνοῦσθε

(너희는) 닫혀라

πυκνούσθων, πυκνούσθωσαν

(그들은) 닫혀라

부정사 πυκνοῦσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
πυκνουμενος

πυκνουμενου

πυκνουμενη

πυκνουμενης

πυκνουμενον

πυκνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυκνώσω

(나는) 닫겠다

πυκνώσεις

(너는) 닫겠다

πυκνώσει

(그는) 닫겠다

쌍수 πυκνώσετον

(너희 둘은) 닫겠다

πυκνώσετον

(그 둘은) 닫겠다

복수 πυκνώσομεν

(우리는) 닫겠다

πυκνώσετε

(너희는) 닫겠다

πυκνώσουσιν*

(그들은) 닫겠다

기원법단수 πυκνώσοιμι

(나는) 닫겠기를 (바라다)

πυκνώσοις

(너는) 닫겠기를 (바라다)

πυκνώσοι

(그는) 닫겠기를 (바라다)

쌍수 πυκνώσοιτον

(너희 둘은) 닫겠기를 (바라다)

πυκνωσοίτην

(그 둘은) 닫겠기를 (바라다)

복수 πυκνώσοιμεν

(우리는) 닫겠기를 (바라다)

πυκνώσοιτε

(너희는) 닫겠기를 (바라다)

πυκνώσοιεν

(그들은) 닫겠기를 (바라다)

부정사 πυκνώσειν

닫을 것

분사 남성여성중성
πυκνωσων

πυκνωσοντος

πυκνωσουσα

πυκνωσουσης

πυκνωσον

πυκνωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυκνώσομαι

(나는) 닫히겠다

πυκνώσει, πυκνώσῃ

(너는) 닫히겠다

πυκνώσεται

(그는) 닫히겠다

쌍수 πυκνώσεσθον

(너희 둘은) 닫히겠다

πυκνώσεσθον

(그 둘은) 닫히겠다

복수 πυκνωσόμεθα

(우리는) 닫히겠다

πυκνώσεσθε

(너희는) 닫히겠다

πυκνώσονται

(그들은) 닫히겠다

기원법단수 πυκνωσοίμην

(나는) 닫히겠기를 (바라다)

πυκνώσοιο

(너는) 닫히겠기를 (바라다)

πυκνώσοιτο

(그는) 닫히겠기를 (바라다)

쌍수 πυκνώσοισθον

(너희 둘은) 닫히겠기를 (바라다)

πυκνωσοίσθην

(그 둘은) 닫히겠기를 (바라다)

복수 πυκνωσοίμεθα

(우리는) 닫히겠기를 (바라다)

πυκνώσοισθε

(너희는) 닫히겠기를 (바라다)

πυκνώσοιντο

(그들은) 닫히겠기를 (바라다)

부정사 πυκνώσεσθαι

닫힐 것

분사 남성여성중성
πυκνωσομενος

πυκνωσομενου

πυκνωσομενη

πυκνωσομενης

πυκνωσομενον

πυκνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπύκνουν

(나는) 닫고 있었다

ἐπύκνους

(너는) 닫고 있었다

ἐπύκνουν*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 ἐπυκνοῦτον

(너희 둘은) 닫고 있었다

ἐπυκνούτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 ἐπυκνοῦμεν

(우리는) 닫고 있었다

ἐπυκνοῦτε

(너희는) 닫고 있었다

ἐπύκνουν

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπυκνούμην

(나는) 닫히고 있었다

ἐπυκνοῦ

(너는) 닫히고 있었다

ἐπυκνοῦτο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 ἐπυκνοῦσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

ἐπυκνούσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 ἐπυκνούμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

ἐπυκνοῦσθε

(너희는) 닫히고 있었다

ἐπυκνοῦντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕν τι βάροσ τοῦ παντὸσ πλήθουσ ἀποτελοῦσιν, ἀλλ̓ εἰ συνερείδοιεν καὶ πυκνοῖντο, ἐκταράσσουσι μᾶλλον τοὺσ ἵππουσ. (Arrian, chapter 16 21:1)

    (아리아노스, chapter 16 21:1)

  • συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 162)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 162)

  • καὶ τὸ ψυχρόν, ὅπερ ἦν δύναμισ αὐτῆσ, τῷ πυκνοῦν καὶ συνωθεῖν καὶ ἀποθλίβειν τὰ ὑγρὰ φρίκασ καὶ τρόμουσ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν ἐνεργάζεται τοῖσ σώμασιν· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 21 2:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 21 2:1)

  • "εἴγε μὴ μόνον, ὅσα πυκνοῦν καὶ ξηραίνειν ἐκεῖνοσ, αὕτη μαλάσσειν καὶ διαχεῖν πέφυκεν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπ’ ἐκείνου θερμότητα καθυγραίνειν καὶ καταψύχειν προσπίπτουσαν αὐτῇ καὶ συμμιγνυμένην. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2534)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2534)

  • προσδεξάμενοσ δὲ τοὺσ ἀγωνιζομένουσ, τούτουσ μὲν ἥθροιζε πάντασ ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρασ, καὶ τοὺσ πεζοὺσ καὶ τοὺσ ἱππέασ, τοῖσ δὲ πελτασταῖσ καὶ τοῖσ φαλαγγίταισ παρήγγελλε διπλασιάζειν τὸ βάθοσ καὶ πυκνοῦν ἐπὶ τὸ δεξιόν. (Polybius, Histories, book 18, chapter 24 8:1)

    (폴리비오스, Histories, book 18, chapter 24 8:1)

유의어

  1. 닫다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION