Ancient Greek-English Dictionary Language

πτερόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πτερόω

Structure: πτερό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ptero/n

Sense

  1. to furnish with feathers or wings, feather, to tie, to a feathered arrow, to be or become feathered, to be fledged
  2. to furnish, with oars, winged
  3. to set on the wing, excite, to be excited

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πτέρω πτέροις πτέροι
Dual πτέρουτον πτέρουτον
Plural πτέρουμεν πτέρουτε πτέρουσιν*
SubjunctiveSingular πτέρω πτέροις πτέροι
Dual πτέρωτον πτέρωτον
Plural πτέρωμεν πτέρωτε πτέρωσιν*
OptativeSingular πτέροιμι πτέροις πτέροι
Dual πτέροιτον πτεροίτην
Plural πτέροιμεν πτέροιτε πτέροιεν
ImperativeSingular πτε͂ρου πτεροῦτω
Dual πτέρουτον πτεροῦτων
Plural πτέρουτε πτεροῦντων, πτεροῦτωσαν
Infinitive πτέρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
πτερων πτερουντος πτερουσα πτερουσης πτερουν πτερουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πτέρουμαι πτέροι πτέρουται
Dual πτέρουσθον πτέρουσθον
Plural πτεροῦμεθα πτέρουσθε πτέρουνται
SubjunctiveSingular πτέρωμαι πτέροι πτέρωται
Dual πτέρωσθον πτέρωσθον
Plural πτερώμεθα πτέρωσθε πτέρωνται
OptativeSingular πτεροίμην πτέροιο πτέροιτο
Dual πτέροισθον πτεροίσθην
Plural πτεροίμεθα πτέροισθε πτέροιντο
ImperativeSingular πτέρου πτεροῦσθω
Dual πτέρουσθον πτεροῦσθων
Plural πτέρουσθε πτεροῦσθων, πτεροῦσθωσαν
Infinitive πτέρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πτερουμενος πτερουμενου πτερουμενη πτερουμενης πτερουμενον πτερουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ μὲν γὰρ Ἴκαροσ ἅτε κηρῷ τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένοσ, ἐπειδὴ τάχιστα πρὸσ τὸν ἥλιον ἐκεῖνοσ ἐτάκη, πτερορρυήσασ εἰκότωσ κατέπεσεν ἡμῖν δ’ ἀκήρωτα ἦν τὰ ὠκύπτερα, πῶσ λέγεισ ; (Lucian, Icaromenippus, (no name) 3:3)
  • μῶν με σκώπτετον ὁρῶντε τὴν πτέρωσιν; (Aristophanes, Birds, Prologue 3:12)

Synonyms

  1. to furnish

  2. to set on the wing

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION