헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσαγωγή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσαγωγή

형태분석: προσαγωγ (어간) + η (어미)

어원: from prosa/gw

  1. 취득, 습득, 입수
  2. 접근, 다가감, 다가옴
  1. a bringing to or up to, a bringing up
  2. a bringing to, acquisition
  3. a solemn approach
  4. approach, access to

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἡ μῖξισ δὲ καὶ ἡ ἁρμογὴ τῶν σωμάτων, καθ̓ ὃ συνάπτεται καὶ συνδεῖται τῷ γυναικείῳ τὸ ἱππικόν, ἠρέμα καὶ οὐκ ἀθρόωσ μεταβαίνουσα καὶ ἐκ προσαγωγῆσ τρεπομένη λανθάνει τὴν ὄψιν ἐκ θατέρου εἰσ τὸ ἕτερον ὑπαγομένη. (Lucian, Zeuxis 11:4)

    (루키아노스, Zeuxis 11:4)

  • τὸ δὲ περὶ τοῦ πρὸσ εὐπαθείασ ἐπαίρεσθαι ναυτῶν δίκην ἀφροδίσια ἀγόντων καὶ μέγα φρονεῖν ὅτι νοσῶν νόσον ἀσκίτην τινὰσ ἑστιάσεισ φίλων συνῆγε καὶ οὐκ ἐφθόνει τῆσ προσαγωγῆσ τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι καὶ τῶν ἐσχάτων Νεοκλέουσ λόγων μεμνημένοσ ἐτήκετο τῇ μετὰ δακρύων ἰδιοτρόπῳ ἡδονῇ ταῦτ’ οὐδεὶσ ἂν ὑγιαινόντων εὐφροσύνασ ἀληθεῖσ ἢ χαρὰσ ὀνομάσειεν· (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 163)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 163)

  • μετὰ δὲ κύνα μέχρι ἀρκτούρου θέροσ θερμόν‧ καύματα μεγάλα καὶ οὐκ ἐκ προσαγωγῆσ, ἀλλὰ συνεχέα καὶ βίαια‧ ὕδωρ οὐκ ἐγένετο‧ ἐτησίαι ἔπνευσαν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 124)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 124)

  • τάδε γὰρ ἐσ τὴν πρώτην ἠδὲ πυμάτην θίξιν ἀπηνέα καὶ ταρακτικὰ κεφαλῆσ τε καὶ αἰσθήσιοσ, ἐκ προσαγωγῆσ δὲ τὸ καστόριον ἀλεαίνει· κεφαλῇσι δὲ καὶ ἄλλωσ ξύμφορον, ὅτιπερ τὰ νεῦρα πάντη ἐνθένδε περιφύεται · νούσων δὲ νεύρων καστόριον ἰητήριον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 124)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 124)

  • ὕλη δὲ ἔστω ἀλεαίνουσα καὶ δάκνουσα ἐκ προσαγωγῆσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 129)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 129)

유의어

  1. a bringing to or up to

  2. 취득

  3. a solemn approach

  4. 접근

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION