προσαγωγή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσαγωγή
형태분석:
προσαγωγ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 취득, 습득, 입수
- 접근, 다가감, 다가옴
- a bringing to or up to, a bringing up
- a bringing to, acquisition
- a solemn approach
- approach, access to
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πιστεύσασ δ’ ὁ Λούκουλλοσ ἅμα τῇ νυκτὶ πυρὰ καύσασ ἐκίνει καὶ τὰ στενὰ παρελθὼν ἀσφαλῶσ τὸ χωρίον εἶχε, καὶ μεθ’ ἡμέραν ὑπερεφαίνετο τῶν πολεμίων ἱδρύων τὸν στρατὸν ἐν τόποισ, οἳ μάχεσθαι βουλομένῳ προσαγωγὴν ἐδίδοσαν καὶ τὸ μὴ βιασθῆναι παρεῖχον ἡσυχάζοντι. (Plutarch, Lucullus, chapter 15 4:1)
(플루타르코스, Lucullus, chapter 15 4:1)
- Καὶ πρῶτα μὲν τὴν τάφρον, ἣ πρὸ τῆσ πόλεωσ ὀρώρυκτο αὐτοῖσ, πλάτοσ μὲν τριάκοντα μάλιστα πηχῶν, τὸ δὲ βάθοσ ἐσ πεντεκαίδεκα, ἐχώννυε, τοῦ ῥᾳδίαν εἶναι τὴν προσαγωγὴν τῶν τε πύργων, ἀφ̓ ὧν ἔμελλε τοὺσ ἀκροβολισμοὺσ ἐσ τοὺσ προμαχομένουσ τοῦ τείχουσ ποιεῖσθαι, καὶ τῶν ἄλλων μηχανῶν, αἷσ κατασείειν ἐπενόει τὸ τεῖχοσ. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 20 8:1)
(아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 20 8:1)
- δι’ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν [τῇ πίστει] εἰσ τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆσ δόξησ τοῦ θεοῦ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 134:1)
(PROS RWMAIOUS, chapter 1 134:1)
- ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸσ τὸν πατέρα. (PROS EFESIOUS, chapter 1 46:1)
(PROS EFESIOUS, chapter 1 46:1)
- ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆσ πίστεωσ αὐτοῦ. (PROS EFESIOUS, chapter 1 64:1)
(PROS EFESIOUS, chapter 1 64:1)
유의어
-
a bringing to or up to
-
취득
-
a solemn approach
-
접근