- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προπαρέχω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: proparechō 고전 발음: [로빠레코:] 신약 발음: [로빠래코]

기본형: προπαρέχω προπαρέξω

형태분석: προ (접두사) + παρ (접두사) + ἔχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to offer before
  2. to supply before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπαρέχω

προπαρέχεις

προπαρέχει

쌍수 προπαρέχετον

προπαρέχετον

복수 προπαρέχομεν

προπαρέχετε

προπαρέχουσι(ν)

접속법단수 προπαρέχω

προπαρέχῃς

προπαρέχῃ

쌍수 προπαρέχητον

προπαρέχητον

복수 προπαρέχωμεν

προπαρέχητε

προπαρέχωσι(ν)

기원법단수 προπαρέχοιμι

προπαρέχοις

προπαρέχοι

쌍수 προπαρέχοιτον

προπαρεχοίτην

복수 προπαρέχοιμεν

προπαρέχοιτε

προπαρέχοιεν

명령법단수 προπαρέχε

προπαρεχέτω

쌍수 προπαρέχετον

προπαρεχέτων

복수 προπαρέχετε

προπαρεχόντων, προπαρεχέτωσαν

부정사 προπαρέχειν

분사 남성여성중성
προπαρεχων

προπαρεχοντος

προπαρεχουσα

προπαρεχουσης

προπαρεχον

προπαρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπαρέχομαι

προπαρέχει, προπαρέχῃ

προπαρέχεται

쌍수 προπαρέχεσθον

προπαρέχεσθον

복수 προπαρεχόμεθα

προπαρέχεσθε

προπαρέχονται

접속법단수 προπαρέχωμαι

προπαρέχῃ

προπαρέχηται

쌍수 προπαρέχησθον

προπαρέχησθον

복수 προπαρεχώμεθα

προπαρέχησθε

προπαρέχωνται

기원법단수 προπαρεχοίμην

προπαρέχοιο

προπαρέχοιτο

쌍수 προπαρέχοισθον

προπαρεχοίσθην

복수 προπαρεχοίμεθα

προπαρέχοισθε

προπαρέχοιντο

명령법단수 προπαρέχου

προπαρεχέσθω

쌍수 προπαρέχεσθον

προπαρεχέσθων

복수 προπαρέχεσθε

προπαρεχέσθων, προπαρεχέσθωσαν

부정사 προπαρέχεσθαι

분사 남성여성중성
προπαρεχομενος

προπαρεχομενου

προπαρεχομενη

προπαρεχομενης

προπαρεχομενον

προπαρεχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to offer before

  2. to supply before

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION