Ancient Greek-English Dictionary Language

πόρτις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πόρτις πόρτιος

Structure: πορτι (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. (poetic) a calf, young heifer (younger than δαμάλη ‎(damálē) says Eustathius)
  2. a young maiden

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἡ δ’ ἅτε βησσήεντοσ ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτισ ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι, βοῶν ἐλατῆρι, τυπεῖσα· (Colluthus, Rape of Helen, book 118)
  • τίσ οὖν ὁ Δῖοσ πόρτισ εὔχεται βοόσ; (Aeschylus, Suppliant Women, episode 7:20)
  • κἀπὸ ματρὸσ ἄφαρ βέβακεν, ὥστε πόρτισ ἐρήμα. (Sophocles, Trachiniae, choral, epode6)
  • κακῶσ ἁ πόρτισ ὄλοιτο· (Theocritus, Idylls, 50)
  • ἔπειτα βαλόντασ εἰσ γλωσσόκομον αὐτοὺσ καὶ θέντασ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν ἅμαξαν αὐτῇ καινὴν κατασκευάσαι, καὶ βόασ ὑποζεύξαντασ ἀρτιτόκουσ τὰσ μὲν πόρτισ ἐγκλεῖσαι καὶ κατασχεῖν, μὴ ταῖσ μητράσιν ἐμποδὼν ἑπόμεναι γένωνται, πόθῳ δ’ αὐτῶν ὀξυτέραν ποιῶνται τὴν πορείαν· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 14:1)
  • ξλαυσισθυε πορτισ διυ ιμπερατορ νον αδμισσυσ νισι δελενιτισ ανιμισ, νον σολυμ θυερελλισ δε γετα ετ ξριμινατιονιβυσ εδιτισ σεδ ινορμιτατε στιπενδιι μιλιτιβυσ, υτ σολετ, πλαξατισ, ατθυε ινδε ρομαμ ρεδιιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus caracallus, chapter 2 8:1)

Synonyms

  1. a young maiden

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION