헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πομπή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πομπή πομπῆς

형태분석: πομπ (어간) + η (어미)

어원: pe/mpw

  1. 허식
  1. a sending
  2. a solemn procession
  3. pomp

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Θυμβραῖε καὶ Δάλιε καὶ Λυκίασ ναὸν ἐμβατεύων Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά, μόλε τοξή‐ ρησ, ἱκοῦ ἐννύχιοσ καὶ γενοῦ σωτήριοσ ἀνέρι πομπᾶσ ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε Δαρδανίδαισ, ὦ παγκρατέσ, ὦ Τροί̈ασ τείχη παλαιὰ δείμασ. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 11)

  • τοιγαροῦν εἰκότα νῦν πάσχομεν καὶ ἔτι πεισόμεθα, ἐπειδὰν κατ’ ὀλίγον οἱ ἄνθρωποι ἀνακύπτοντεσ εὑρίσκωσιν ’ οὐδὲν ὄφελοσ αὐτοῖσ ὄν, εἰ θύοιεν ἡμῖν καὶ τὰσ πομπὰσ πέμποιεν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 22:3)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 22:3)

  • ὑμεῖσ μήτε Δία γενέθλιον μήτε Δήμητρα θεσμοφόρον εἶναι μήτε Ποσειδῶνα φυτάλμιον ὁμολογεῖν ἐθέλοντεσ, οὗτοσ ὁ χωρισμὸσ τῶν ὀνομάτων πονηρὸσ ἐστι καὶ τὸν βίον ἐμπίπλησιν ὀλιγωρίασ ἀθέου καὶ θρασύτητοσ, ὅταν τὰσ συνεζευγμένασ τοῖσ θεοῖσ προσηγορίασ ἀποσπῶντεσ συναναιρῆτε θυσίασ μυστήρια πομπὰσ ἑορτάσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 22 4:1)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 22 4:1)

  • τρέφειν τε καὶ μισθοδοτεῖν ἠναγκάζοντο τοὺσ Μακεδόνασ, θυσίασ δὲ καὶ πομπὰσ καὶ ἀγῶνασ Ἀντιγόνῳ συνετέλουν, ἀρξαμένων τῶν Ἀράτου πολιτῶν καὶ δεξαμένων τῇ πόλει τὸν Ἀντίγονον ὑπ’ Ἀράτου ξενιζόμενον, ᾐτιῶντο πάντων ἐκεῖνον, ἀγνοοῦντεσ ὅτι τὰσ ἡνίασ ἐκείνῳ παραδεδωκὼσ καὶ τῇ ῥύμῃ τῆσ βασιλικῆσ ἐφελκόμενοσ ἐξουσίασ οὐδενὸσ ἦν ἢ μόνησ φωνῆσ ἔτι κύριοσ, ἐπισφαλῆ τὴν παρρησίαν ἐχούσησ. (Plutarch, Aratus, chapter 45 2:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 45 2:1)

  • Ἕλληνασ δὲ μαθεῖν παρ’ Αἰγυπτίων πομπὰσ καὶ πανηγύρεισ, καὶ τούτουσ τοὺσ δώδεκα θεοὺσ σέβεσθαι Διονύσου δὲ καὶ τοὔνομα παρ’ Αἰγυπτίων Μελάμποδα μαθεῖν καὶ διδάξαι τοὺσ ἄλλουσ Ἕλληνασ· (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 13 2:1)

    (플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 13 2:1)

유의어

  1. a sending

  2. a solemn procession

  3. 허식

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION