Ancient Greek-English Dictionary Language

πνευματικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πνευματικός

Structure: πνευματικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from pneu=ma

Sense

  1. Related to the wind: windy
  2. Related to breath: breathing
  3. Causing flatulence
  4. spiritual

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αἰτίαν δὲ λέγουσι τὴν στενότητα τῶν πνευματικῶν πόρων πολλάκισ ἐπιλαμβανομένων, τεκμαιρόμενοι τῇ λεπτότητι τῆσ φωνῆσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 1114)
  • αἰτίαν δὲ λέγουσι τὴν στενότητα τῶν πνευματικῶν πόρων πολλάκισ ἐπιλαμβανομένην, τεκμαιρόμενοι τῇ λεπτότητι τῆσ φωνῆσ. (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 111 1:1)
  • μισθὸσ δὲ μέγαν Πατέρ’ ἵλαον εἶναι, πνευματικῶν τε τυχεῖν εὐσεβέων τεκέων. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 76 1:2)
  • "Ἥλιόσ τε καὶ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ ἄστρα οὐ καθ’ ἑαυτὰ γενόμενα ὕστερον ἐμπεριελαμβάνετο ὑπὸ τοῦ κόσμου [καὶ ὅσα γε δὴ σῴζει], ἀλλ’ εὐθὺσ διεπλάττετο καὶ αὔξησιν ἐλάμβανεν [ὁμοίωσ δὲ καὶ γῆ καὶ θάλαττα] κατὰ προσκρίσεισ καὶ δινήσεισ λεπτομερῶν τινων φύσεων, ἤτοι πνευματικῶν ἢ πυροειδῶν ἢ συναμφοτέρων· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 90:3)
  • Περὶ δὲ τῶν πνευματικῶν, ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶσ ἀγνοεῖν. (PROS KORINQIOUS A, chapter 8 119:1)

Synonyms

  1. Related to breath

  2. spiritual

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION